Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Δεν θα μάθεις ποτέ

Ο ουρανός έκλαιγε,μ'ακούς; Ήταν γκρίζος κι είχε σύννεφα πολλά. Κι εγώ έτρεχα και έτρεχα να προλάβω τις σκέψεις μου,μ'ακούς; Και φώναζα "δεν θέλω" και ούρλιαζα στους δρόμους και στους υγρούς τοίχους των σπιτιών. Και άκουγα τα βήματα του να τρέμουν την οργή μου. Να επιταχύνουν και να σταματάνε ανάλογα με τις κινήσεις μου. Κι έτρεχε με την ομπρέλα του ξοπίσω μου να μην βρέχομαι κι ας ήμουν ήδη μούσκεμα απ'τα δάκρυα κι ας κρεμόταν κι η δική μου ομπρέλα, άχρηστη στο χέρι μου, σαν κάτι νεκρό. Κι ύστερα, χωρίς να καταλάβω καν πότε μπέρδεψα τα βήματά μου, πότε τις λέξεις στο κεφάλι μου, έπεσα κάτω -εκεί- στη μέση του δρόμου, σαν τσακισμένο φύλλο, σαν φτερό που το πήρε ένας άνεμος τρελός.
Και χτύπησα το έδαφος και έγδαρα τα χέρια μου και κάρφωσα το σώμα μου στο λασπωμένο δρομάκι.
Και λέρωσα τα ρούχα μου και έσκισα τα πόδια μου και τίποτα δε μ'ένοιαζε, μ'ακούς;
Δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε ντροπή, ούτε τίποτα. Κι όπως έπεσα, σηκώθηκα και γύρισα και τον κοίταξα να δω την έκφρασή του, που σωριάστηκα ακριβώς μπροστά του.
"Ήθελα να σε πιάσω" ψέλλισε "να μην πέσεις,μα δεν πρόλαβα"
Ήταν ήδη αργά, δεν το βλέπεις; Ήταν ήδη αργά απ'την αρχή.
Κι ύστερα κοίταξε τη γαλάζια μου ομπρέλα που είχε μείνει παρατημένη κάτω κι έπειτα τη δικιά του που ήταν μαύρη και καμαρωτή.
"Η ομπρέλα σου" μου είπε λυπημένα. "Η ομπρέλα σου δεν ταιριάζει με τα συναισθήματα σου" κι έκανε να μου δώσει τη δικιά του. Μα, εγώ αγνόησα το θλιβερό του τόνο και σήκωσα το πτώμα της ομπρέλας μου απ'το έδαφος. Την άνοιξα και του έδειξα το σπάσιμο.
"Κι όμως" ψιθύρισα.
(21/2/13)

(Όταν φεύγει το χρώμα, μένει το σχήμα, αγάπη μου.
Κι είναι κρίμα που -πάλι- δεν θα καταλάβεις.)

                                                                                               Ε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου