Και ξαφνικά, καθώς χάζευα τους ανθρώπους στη στάση του λεωφορείου κι έφτιαχνα ιστορίες γι' αυτούς, στο μυαλό μου γεννήθηκε η εξής σκέψη: Τι κάνω λάθος; Δε
νιώθω τίποτα για κανέναν. Τους αποκαλώ δικούς μου. Τους αγαπώ όλους. Μα πάει καιρός από
τότε που ένιωσα ευτυχία που τους γνώρισα. Πάει καιρός και από τότε που ένιωσα
φόβο μην τους χάσω. Δε με νοιάζει, δε με απασχολεί πια, παρότι έφτασα αρκετά
κοντά σε αυτό. Δε μ’ αρέσει. Θέλω να γελάω και να κλαίω και να θυμώνω και
να φωνάζω. Να ζω πιο γρήγορα. Με αναγουλιάζει όλη αυτή η γαλήνη. Προσπάθησα να ψάξω στο κεφάλι μου, μήπως θυμηθώ από πού ξεκίνησε όλο αυτό.
Βρήκα ένα «Είσαι 18μιση χρονών». Και; Είναι η φάση που περνάω; Η φάση της αδιαφορίας; «Είσαι ευχάριστη. Είσαι πολύ ήρεμη.» Δε γουστάρω ρε. Ξεκολλάτε. Δεν είμαι ήρεμη στ’ αλήθεια.
Βρήκα ένα «Είσαι 18μιση χρονών». Και; Είναι η φάση που περνάω; Η φάση της αδιαφορίας; «Είσαι ευχάριστη. Είσαι πολύ ήρεμη.» Δε γουστάρω ρε. Ξεκολλάτε. Δεν είμαι ήρεμη στ’ αλήθεια.
Χρειάζομαι κάτι. Ένα κύμα να με καβαλήσει
και να φτάσω αρκετά κοντά στον πνιγμό ώσπου να ξυπνήσω.
Μ.