Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013

Ανθισμένα αστέρια

ψάχνω παντού,μου φαίνεται. μα,δεν βρίσκω ποτέ τίποτα.
είναι σαν να ξέχασα το "εκεί" που ήθελα να πάω και τώρα στριφογυρίζω στο "οπουδήποτε" μπας και πέσω πάνω του τυχαία.






και περίμενα. περίμενα ώσπου πέρασε η ώρα, κι ο χρόνος που θυσίασα άρχισε να με πιέζει επίμονα στο σβέρκο, στους ώμους και στο στήθος. ήθελα να φύγω. να πάω μακριά από εκεί, να ξεφύγω από αυτούς τους ανθρώπους (όχι πως έφταιγαν, όχι. ποτέ δεν φταις που δεν είσαι αρκετός).
λοιπόν,είχα κάποια πιθανά μέρη στο μυαλό μου. ήξερα από που να ξεκινήσω και που να καταλήξω. και θα πήγαινα, μα το θεό, θα πήγαινα αν δεν ήμουν τόσο δειλή. θα ερχόμουν αν δεν ήμουν τόσο δειλή. θα ερχόμουν. κι έπειτα δεν ξέρω τι θα έκανα. απλά θα καθόμουν αμήχανα δίπλα σας. εσένα και της οποιαδήποτε άλλης παρέας. θα έπινα το ποτό μου και θα χαμογελούσα όταν θα ήταν απαραίτητο. και με κάποιο μαγίκο τρόπο, μέσα σε όλη αυτή την υποθετική υποκρισία, εγώ θα αισθανόμουν καλά.
παρ'όλα αυτά, επέλεξα να κάτσω αμίλητη εκεί που ήμασταν. με την πίεση στο κεφάλι μου πια και να κάνω ότι πιο σωστό είχε μείνει πάνω μου εκείνη τη στιγμή, σαν καλό παιδί. κι όταν με πήραν τηλέφωνο να με περιμαζέψουν απ'τους πέντε δρόμους, απλά το δέχτηκα με σκυμμένο το κεφάλι και χαμηλωμένη τη φωνή. υποτάχτηκα στην ιδέα και επέστρεψα στο άδειο κρεβάτι μου.


"Ο κόσμος ξεμακραίνει,είναι βράδυ,μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη,στάσου λίγο αν μ'αγαπάς"

(τώρα)
                                                                 
                                                                                                 Ε.




Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Με αγάπη

Είχε πέσει βαθιά μέσα στα σκατά και το ήξερε. Είχε αρχίσει να χειμωνιάζει, τα χέρια του είχαν ήδη αρχίσει να ξεραίνονται και αυτήν την οδό Λένορμαν που διέσχιζε μόνο χάρμα δεν την έλεγες. Ο Τ. είχε αρχίσει να ξανακαπνίζει, να σιγοτραγουδάει κάτι ξεχασμένα κλισέ τραγουδάκια και να περνάει όλο και περισσότερο χρόνο σε ελαφριές αγκαλιές. Και τον έπνιγαν αυτές, τον έπνιγαν οι γαμημένες οι αγκαλιές με αυτήν την μοναξιά που έκρυβαν κάτω από την αγωνία τους να γίνουν αρεστές, κρύβανε ζόρι και ανάγκη και αυτός δεν το 'χε, ένιωθε κρύος. Και ξενέρωτος και κάπως βαρετός. Σαν την κωλό- Λένορμαν ένοιωθε και έπρεπε να θυμηθεί να πάρει καμιά αλοιφή, τα χέρια του είχαν αρχίσει να βγάζουν πληγές από το κρύο. Και θες η μέρα που ήταν κάπως περίεργη, θες η Αθήνα που τον προκαλούσε να την δει αλλιώς, θες το μανταρίνι που μύριζε το χέρι του- κερασμένο από ένα σερβιτόρο που του το είχε φέρει μαζί με το ποτό του, ο Τ. γύρισε άρον άρον σπίτι, άνοιξε ένα παλιό φάκελο με γραπτά που είχε γράψει για την Π.Κ. από τον περασμένο Απρίλη και έκανε draganddrop το ακόλουθο:

Τι είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις να σκίσεις το δέρμα σου και να φωνάζεις “σε θέλω ολόκληρη, όπως είσαι;”
Τι είναι αυτό που δεν μπορείς να αντέξεις να ξεστομίζεις, να φωνάζεις στον αέρα;
Τι είναι αυτό που όταν αργεί και δεν σου απαντάει, εσύ θέλεις να βαρέσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, ξανά και ξανά;
Τι είναι αυτό που δεν αντέχεις να κοιτάξεις άλλη, που θες να το φωνάζεις πως "είσαι η ωραιότερη, είσαι η Χιονάτη ανάμεσα σε 100 μάγισσες, είσαι το πρώτο μου φιλί που είχα ξεχάσει, είσαι χέρια ανοιχτά έξω από το αμάξι που τρέχει, είσαι το τραγούδι που ακούω συνέχεια σαν μαλάκας, είσαι τα ποιήματα των ποιητών που ήθελαν απλά να γοητεύουν, είσαι εσύ και είσαι υπεροχή είσαι, ανυπέρβλητη γαμώ την τρέλα μου είσαι, και ασυνάρτητη και δύσκολη να κατανοηθείς και καλικάτζαρος είσαι και μια φωνή που πια δεν έχω να φωνάξω πως σε θέλω, σε λαχταρώ, εκ πάγλου καλλονής- μα τι ωραία που τα λέω- ομορφιά μου!

Και ήρθε και η κώλο- Λένορμαν και γέμισε μανταρινιές. Και τι ωραία που μύριζαν.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Δεν είμαι σίγουρη τώρα. Με θυμάμαι να αντιδρώ σε όλα μουδιασμένα. Σπασμωδικά κι αβέβαια, και λίγο σαν να μην είμαι εκεί. Παρατηρώ και κάνω ό,τι κάνουν αυτοί. Σαν να βλέπω ταινία, να μπήκα με το ζόρι στο πλάνο χωρίς να θέλω και να μην ξέρω πώς να φερθώ. Και χωρίς να το καταλάβω με τρώνε λίγο λίγο και παίρνουν τα κομμάτια μου και με καταλαβαίνουν όλοι και παράλληλα κανείς. Το γράφω μονάχα για να μάθεις νέα μου· έτσι, γιατί έχουμε καιρό να μιλήσουμε κανονικά. Και κανονικά λέγοντας εννοώ να σου πω τι σκέφτομαι και όχι τι κάνω. Θα σε δω από βδομάδα. Φιλιά. Μ.

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Αυτή η ιστορία δεν είναι ερωτική.






Βασικά, αφήστε το. Δεν θα σας αφηγηθώ καμία ιστορία. Κρατήστε μόνο αυτό:
Καμιά φορά, μόνο όταν σκοτεινιάζει βλέπουμε.




Καλή σας μέρα.
(2/12/13)

                                                                                                               Ε.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Τοξικό


Το νερό εδώ μυρίζει σαν το ενυδρείο των νεκρών μου ψαριών και η ατμόσφαιρα σαν τα τσιγάρα που ξεχάστηκαν σε τασάκι για πολλές μέρες (για αυτό έχω ανοιχτά τα παράθυρα κι ας κάνει κρύο).



Βουλιάζω λίγο λίγο στις υποχρεώσεις. Αλλά όλοι δεν το κάνουν αυτό;
Δεν αναζητώ δικαιολογίες.
Απλά μου έλειψε αυτή η αίσθηση. Αυτή, που δεν θα καταλάβεις. Γι'αυτό επιστρέφω. Θα ξανάρθω πριν το πάρει είδηση κανείς, πριν προλάβω να λείψω σε κανέναν. Μετράω αντίστροφα τις μέρες, τις ώρες.
Σε λίγο. Σε λίγο θα είμαι εκεί.

Ε.

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

8 λεπτά ακόμα

Είμαι στην αίθουσα σιωπηλή.κοιτάζω τριγύρω.το τραπεζάκι μπροστά μου είναι στραβό.ότι πρέπει για να χυθεί αυτό που πίνω.δε με νοιάζουν οι εργασίες, ούτε αυτός ο βλάκας που στέκεται μπροστά στον πίνακα.είναι όλα τους ένα βάρος στην πλάτη μου.έχω τόσα να κάνω.σίγουρα, έχω τόσα να κάνω (μα μένω εκεί).αναθεματισμένος ψυχαναγκασμός!κάτι πετάει πάνω απ'τα κεφάλια μας.είμαστε κολλημένοι σαν τις σαρδέλες και η άθλια αίθουσά μας βρομάει σάρκα και ομοιομορφία.έχω αρχίσει να τους σιχαίνομαι.(δες το ενδιαφέρον που λάμπει στα μάτια τους!)δεν θα γίνουν φίλοι μου ποτέ.δεν με εκφράζουν τα πρόσωπά τους.θέλω να τους το πω, μα ο τύπος μιλάει δυνατά και δεν θα με ακούσει κανείς. κοιτάζω εκείνον.δείχνει σχεδόν ολοκληρωμένος εδώ πέρα.το βλέμμα του είναι κολλημένο στον τύπο που δεν σταματάει να μιλάει.ειλικρινά;νιώθω μόνη.μία παρουσία ειρωνική μέσα στη θάλασσα των σοβαρών.σχεδόν ασφυκτιώ.πότε θα σταματήσει να μιλάει;δεν θέλω να τον ακούω άλλο.σας παρακαλώ!πάρτε με από εδώ.η πόρτα. πρέπει να βρω μία έξοδο και γρήγορα.το κεφάλι μου έχει πάρει φωτιά.η πόρτα;πού είναι η πόρτα;νόμιζα..νόμιζα πως ήταν εκεί.από εκεί δεν μπήκα;όχι.δεν είναι εκεί.ούτε εκεί.ούτε εκεί.ούτε..πώς στο καλό μπήκα εδώ μέσα;και ο τύπος μιλάει, μιλάει, μιλάει.αν αρχίσω να ουρλιάζω θα μ'αφήσουν; πρέπει να βγω.πρέπει να βγω.ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΓΩ.

Ε.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Νυχτερινός ουρανός




Έχω στο μυαλό μου ένα ξέφωτο. Τις λαμπερές μέρες αναπνέει τη μυρωδιά των ελάτων και γελάει στο φως.
Σκέψου εκατοντάδες ορτανσίες να γυαλίζουν απ'τις δροσοσταλίδες και η βροχή να στάζει αμέτρητες μικρές ελπίδες πάνω σου.
Τις "άλλες", τις όχι και τόσο λαμπερές, στοιχειώνεται από πανσελήνους και λυκίσιους ψιθύρους. Οι λύκοι αυτοί, είναι δυνατοί και γρήγοροι και τις "άλλες" νύχτες ρίχνουν το κεφάλι πίσω με φωνές εκκωφαντικές και η ραχοκοκκαλιά τους τρέμει πριν ξεχυθούν να ξεσκίσουν τα θύματα του μυαλού μου. Βλέπεις, οι λύκοι είναι δικοί μου. Είναι τα υποσυνείδητα σκυλιά μου, οι προστάτες του ξέφωτου αυτού. Δεν θέλουν να τους ενοχλούν. Έτσι διαλέγουν τους ένοχους και λεν τα ονόματά τους με φωνές γλυκιές και πιστικές -σαν σειρήνες που ετοιμάζονται να πνίξουν τους ανίδεους ναυαγούς τους- και μόλις εκείνοι πλησιάσουν, σκίζουν το λαιμό τους με μεγάλη ευκολία.
Έχουν δόντια κοφτερά σα σπασμένα γυαλιά, σαν τις μίζερες τις σκέψεις που καρφώνουν στο μυαλό σου και νύχια μυτερά, σαν τις εμμονές, που μπαίνουν βαθιά, μες στη σάρκα σου, μέχρι να σε ξεκάνουν και μόλις καταφέρουν να τραβήξουν την ψυχή έξω από το άχρηστο κουφάρι του εχθρού τους, το καταβροχθίζουν, να μη μολύνει πια το ιερό τους.
Τότε, οι λαμπερές μέρες ξημερώνουν ξανά και τα λουλούδια πληθαίνουν στο ξέφωτο, διώχνοντας το άσχημο φεγγάρι και το αρρωστημένο φως του.
Μα, όσες μέρες κι αν περάσαν με γαλάζιους ουρανούς, όσοι μήνες με ατέλειωτες λιακάδες, όσοι αιώνες ολάκεροι με χρωματιστή ζωή, κι όσο καλά κι αν κρύβεσαι πίσω απ'αυτό εκεί το δέντρο, το ξέφωτό μου ξέρει ότι είσαι εκεί όλο αυτό τον καιρό. Ζεις μέσα του κι αυτό προσπαθεί να συνεχίσει να λάμπει.
Οι λύκοι μου κουράστηκαν. Όλο τους ξεφεύγεις.
Τρελάθηκαν. Σε κυνηγάνε πια από συνήθεια κι επίτηδες σ'αφήνουν να γλιτώνεις.
Γιατί δεν μπορούν ποτέ να σε σκοτώσουν; Είσαι ο αγαπημένος τους εχθρός.
Και θέλουν αίμα. Θέλουν αίμα. Πρόσεχε!
Φωνάζουν τ'όνομά σου πάλι.

Ε.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Βραδινή μελαγχολία




Μουσική (και η υποψία νερού που τρέχει). Ηρεμία (και μια ελαφριά αίσθηση αγχους για ολα αυτα που αναβάλλονται για μετά).
"Πρωινή μελαγχολία" θα έλεγε;

Τη θυμάμαι να γελάει χωρίς έγνοιες στο όμορφο μυαλό της. Να πέφτει στο πλευρό του κι εκείνος να τη στηρίζει που είναι έτσι, ζαλισμένη από το ποτό και αφελής. Και να πέφτουν πάνω της τα βραδινά φώτα της μεγαλούπολης και οι θόρυβοι της μαύρης νύχτας και να την δείχνουν όλα τόσο όμορφη! Και εκείνη όλο να χάνει την ισορροπία της και να κρατιέται πάνω μας, να μας αρπάζει για να κρατηθεί όρθια. Κι εμείς όλο να τη βοηθάμε με περισσή αγάπη. Να μην την αφήνουμε μόνη της ούτε λεπτό. Να μην κινδυνέψει το κοριτσάκι μας, μην πέσει. Να έχει πάντα κάπου να πιαστεί.
Καθόταν εκεί σιωπηλή και γαλήνια και μας παρατηρούσε αθώα και κάπου κάπου όλο και κάποιο γελάκι έβγαζαν τα κόκκινα χείλη της κι έπειτα έχανε τις αισθήσεις της και σωριαζόταν. Και μονάχα ένα βλέμμα προλάβαινε να μου χαρίσει και αυτό ασυνείδητα, επειδή κάθε φορά που χρειάζεται κάποιον είμαι εκεί.

Πάντα υπέροχη και αβοήθητη. πάντα σχεδόν δική μου.
(2/3/13)

Ε.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Γκρι και πράσινο

Σήμερα μαθαίνω ν'αγαπάω τη ζωή μου απ'την αρχή. Την αγγίζω απαλά κι αυτή ανταποκρίνεται. Περπατάω ξυπόλητη στο σπίτι. Τα παντζούρια είναι κλειστά.

Λες ν'αναπνέω από συνήθεια;
(30/8/13)


Ε.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Χάρτινοι κύκνοι

Έχω ένα φίλο που μυρίζει θάλασσα. Είναι αστείος και όμορφος και πλάι του χαμογελάω πάντα. Όλα είναι καλά όταν βρίσκεται εκεί και με κάνει να αισθάνομαι ασφαλής και γεμάτη.
Έχω ένα φίλο που λέει πως ο κάθε άνθρωπος είναι κι από ένα έργο τέχνης. Ζωγραφίζει και τραγουδάει και είμαι περήφανη για τα πάντα του.
Έχω ένα φίλο που κάθε μέρα κάνει σχέδια για τη ζωή και κάθε βράδυ τα γκρεμίζει. Πνίγεται σε έναν μικρό ωκεανό από σωστά και λάθη και κάθε φορά με συμβουλεύει να κάνω πράγματα τρελά.
Έχω ένα φίλο που όταν πονάει δεν το λέει και κρύβεται πίσω από βλέμματα και σκιές. Δακρύζει και συννεφιάζει μόνο όταν δεν τον βλέπει κανείς.
Έχω ένα φίλο που δεν μου λέει σχεδόν ποτέ πως μ'αγαπάει, αλλά του αρέσει να το δείχνει με τους πιο παράξενους τρόπους. Να καταστρέφεται για να με βλέπει χαρούμενη, να με πειράζει και να με κάνει να γελάω.
Έχω ένα φίλο που μου μιλάει με τα μάτια και έτσι λέμε μυστικά και κανείς δεν μπορεί να μας καταλάβει. Είναι ζεστός και μαλακός και θέλω να τον έχω για πάντα κοντά μου. 


Και δεν ξέρω τι μπορεί να λέτε όλοι εσείς που δεν τον ξέρετε, αλλά εγώ τον εξημέρωσα και στα μάτια μου είναι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο.

Ε.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

Ανώνυμος παραλήπτης




Πάρε από πάνω μου αυτή την ακινησία που μου κολλάει σαν αρρώστια και πέτα τη μακριά -μόνο εσύ μπορείς-. Πες μου πως όλα θα είναι διαφορετικά από αύριο. Οι αράχνες φτιάχνουν ιστούς αμφιβολίας πάλι στο κεφάλι μου κι όσο μένω σε αυτή τη κατάσταση πληθαίνουν. Πάρε το μακριά. Πάρ'το είπα! σε παρακαλώ. Τώρα. Γρήγορα, τώρα. Δεν ξέρω αν προλαβαίνεις. Κάν'το πριν πεθάνει ότι νόμιζα πως αγαπώ. Μπαίνεις στο μυαλό μου σαν εμμονή και φτιάχνεις το σπίτι σου σε κάθε διάδρομο -κάνε με να σε μισώ, ίσως τότε να νοιώσω καλύτερα- Η ζωή μου δεν έχει νόημα πάλι. Ότι είχα κλείσει μέσα μου, μου το 'φαγαν οι δρόμοι, το κατάπιαν τα στενά αυτής της πόλης. Ζω στα χαρτιά που μου θυμίζουν πως ήμουν, ζω σε κάτι στιγμές κλεισμένη και έπειτα τις καταστρέφω όσο τις επαναφέρω στην επιφάνεια. Ζω εκεί -δίπλα στη θάλασσα- σ'εκείνο το βράδυ που δεν έμεινα. Σ'αυτό το πάτωμα που καθόμασταν βρίσκομαι ακόμα, ψάξε με. Μες στα υπόγεια και σκοτεινά μέρη που με πήγαινες. Δίπλα σε φίλους, σε τραγούδια και γνωστούς. Μέσα στις λέξεις που δεν είπες. Μακριά απ'τη γαλάζια μοναξιά κι απ'την ομίχλη του δωματίου αυτού. Ασφυκτιώ από τις σκέψεις και τα δάκρυα που κράτησα, βοήθα με. Εσύ ότι ένοιωθες το μούδιαζες στο ποτό, κι εγώ αυτό να κάνω; Δώσε μου μια απάντηση,αν μπορείς. Μόνο να θρυμματίζομαι ξέρω. Δε θέλω να με πιέζουν, δε μπορώ να ανταποκρίνομαι σε ότι θέλουν κι απλά ραγίζω. Μόνο αυτό ξέρω να κάνω καλά, να ραγίζω. Εσύ δεν ήσουν που έλεγες ότι μ'αγαπάς; Εδώ πεθαίνω και γεννιέμαι άλλος άνθρωπος. Θα αγαπάς και ότι γίνομαι; Έχω γεμίσει το έξω μου με εκτονωμένη ενέργεια που έχω μέσα μου, πρέπει να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου τώρα, καταλαβαίνεις. Σε αφήνω.


Θα έλεγα "δική σου", μα έμαθα να μην είμαι κανενός
Ε.           

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

The one who died was you

Το δέρμα της καίει, το σώμα της τρέμει και η καρδιά της χορεύει τανγκο. Λες να πεθάνει; Πέθανε κανείς από αυτό; Δεν το πιστεύει και το λατρεύει την ίδια στιγμή. Ήταν απροσδόκητο και αξιολάτρευτο, αμήχανο και όμορφο. Πώς μοιάζει να αισθάνεσαι την ανταπόκριση; Έτσι είναι. Σαν να πραγματοποιείται μια ευχή που είχες κάνει πολύ καιρό πριν. Μια ευχή που έλαμπε και ακτινοβολούσε ζωή. Μια ευχή που άρχιζε με τον καιρό να ξεθωριάζει γιατί έπαβες κάποια στιγμή να την ταϊζεις ελπίδα. Μια ευχή που αναγεννήθηκε απ'τις στάχτες της -στάχτες κι απομεινάρια που είχαν το σχήμα της απόγνωσης-. Αμφέβαλλε για όλα. Αυτό ήταν αλλαγή. Είναι μουδιασμένη από αυτήν, περπατάει με δυσκολία, ανακατεύεται. Κι όλο ο φόβος μπαίνει μες στα σωθικά της, την ταρακουνά. Μην κάνεις κάτι και την τρομάξεις, μην πεις κάτι και απογοητευτεί. Θέλει να σε αγγίξει όπως την άγγιξες, να σε χαϊδέψει όπως τη χάιδεψες, να σε φιλήσει. Γιατί να φοβάται; Άραγε είναι πολύ αργά; (για εκείνη σίγουρα) Αλλά εσύ; Αποκλείεται να την αναζητάς όπως σε θέλει αυτή. Στο υπογράφω και αν θες. Αποκλείεται, δεν μπορεί. Αυτή πνίγεται, δεν τη βλέπεις; Μα,θα προσπαθήσει κι ας πονέσει όταν τελειώσει. Ποιός το περίμενε; -Καληνύχτα-
(24/8/12)

Ξεκίνησα να βάφω τη ζωή μου στο χρώμα σου -έτσι απλά- και τώρα με κάποιο τρόπο, είσαι παντού.
(1/12/13)





Το βλέμμα σου με ρωτάει επίμονα, υπομονετικά, φλεγόμενο. Δεν ξέρω τι να πω, μη μου ζητάς καμία έγκριση. Όσα κι αν θέλω θα τα αρνηθώ -με έπιασαν οι ενοχές μου πάλι-

Μη με κοιτάς μ'αυτά τα μάτια.
Έχει πάρει φωτιά ο αέρας, καίγεται ο κόσμος όλος.

E.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Petite mort

Ζήσε μέσα μου σαν τριαντάφυλλο κι ας σε φωνάζουνε αγκάθι.
Έμαθα να σε δέχομαι ανοιχτά κι ας με μαλώνουν αυτοί που "νοιάζονται".

"Είναι η στιγμή που απλά θέλεις να φύγεις από αυτά τα ίδια και επίπονα (πλέον) μέρη, να εξαφανιστείς στην οδύνη της νέας σου ζωής.
Να προχωρήσεις, με αποφασιστικότητα, να πετάξεις ένα τεράστιο απαγορευτικό στα παλιά -με μια γροθιά να ισοπεδώσεις όλα αυτά που σε σημάδεψαν-.
Είναι αυτή ακριβώς, η στιγμή που εμφανίζεται."

Και αυτοκαταστρεφόμαστε ξανά. Εγώ σκοτώνω εσένα κι εσύ εμένα.

                                                                                                 Τώρα μοιάζει λογικό.




Δεν ξέρω πια τι νιώθω για τους ανθρώπους. Το δηλητήριό σου τρέχει στις φλέβες μου, μουδιάζει το μυαλό μου. Όλα είναι διαφορετικά.

Σε μισώ απαλά,
    σε μισω απαλά,
         σε μισώ απαλά

Σ'αγαπάω σκληρά

Ε.

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Φόρος τιμής

Είναι παράξενο, αλλά νομίζω μου λείπει. Ήρθε έτσι απλά, έμεινε σαν να ανήκε για πάντα εδώ και έφυγε όταν έλειπα. Τα συναισθήματά μου γι'αυτόν μπερδεμένα. Με ενοχλούσε που προσπαθούσε να γελάσει εις βάρος μου, με ενοχλούσε που δεν ήταν σαν τους ανθρώπους που ήθελα να με πλαισιώνουν, με ενοχλούσε που δεν καταλάβαινε. Μα, τον άφηνα να εισβάλλει στη ζωή που είχα, να με ρίχνει στο πάτωμα με ικετευτικά μάτια, να μου χαϊδεύει την πλάτη, τα χέρια, τα μαλλιά. Ήταν κάτι αναπάντεχο, που ούτε περίμενες ούτε ανυπομονούσες να 'ρθει, μα όταν έφτασε σε ξάφνιασε, σε προκάλεσε. Ίσως πάλι να συνήθισα γρήγορα την παρουσία του στο χώρο και τώρα που άδειασε τρομάζω. Ήθελα τόσο πολύ μια ιδιωτικότητα, μια ελευθερία κινήσεων που υποτίμησα τη συντροφιά του και τώρα το κλουβί μου δείχνει τεράστιο για ένα άτομο.
       και μην το πάρεις πάνω σου αυτό.
(13/12/12)






"Νίκησες" του είπα ξέπνοα κι εκείνος χαμογέλασε. Χαλάρωσε τη λαβή του και με ελευθέρωσε. Έμεινα εκεί κατάχαμα δίπλα του και γύρισα το σώμα μου στο πλάι (όσο πιο μακριά του μπορούσα). Έτριψα τους καρπούς μου και τον μίσησα που με πόνεσε. "Άντεξες πολύ" πέταξε με περιπαικτικό τόνο και έκανε να μ'αγκαλιάσει. Τίναξα το σώμα μου για να μ'αφήσει. "Φύγε." Η φωνή μου έβγαινε κοφτή και κουρασμένη. Έμεινε. Άρχισε να μου αγγίζει την πλάτη και σύρθηκε πλάι μου, εκμηδενίζοντας την απόσταση που έκτιζα με τόσο κόπο. Ήθελε κάτι από μένα και το έδειχνε συνέχεια. "Αυτή τη στιγμή θέλω τόσο πολύ να σε φιλήσω" κι όλο έφερνε μαλακά μαλακά το στόχο του πιο κοντά κι όλο του έπαιζα παιχνίδια μες στο σκοτάδι και του γυρνούσα την πλάτη και χανόμουνα. "Το ξέρεις πως δε θα γίνει τίποτα, έτσι;" και τον έκαιγα με τα μάτια μου κι εκείνος γελούσε αμήχανα. "Όχι, δεν το ξέρω" και με τρόμαζε όπως με πλησίαζε και έτρεμα. "Ούτε λίγο;" Μα πώς θα μπορούσα; "Ούτε λίγο." Ούτε τίποτα, ούτε ποτέ.
Έτσι για να μάθεις πως όταν βάζω κάτι στόχο, γίνεται. Που είμαι πεισματάρα και περήφανη, όπως λες. Που δεν έχεις καμία ελπίδα να τα καταφέρεις μ'εμένα, για να μη λες.

Ε.

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Ερυθρός γίγαντας


Όταν ήμουνα μικρή κάπου είχα ακούσει πως τα αστέρια που κοιτάμε τα βράδια στους ουρανούς μπορεί να είναι και νεκρά και να έχει απομείνει μόνο η λάμψη τους, μια εικόνα-φάντασμα, εκεί ψηλά, που κάνει πολλάαα χρόνια να φτάσει ως εμάς και μας αφήνει με τη γοητεία της άγνοιας.
Με την απορία αν μας ξεγελάνε ή όχι.


Γι αυτό κι εγώ, θα περιμένω για καιρό -δεκάδες χρόνια αν χρειαστεί- να μάθω αν το αστέρι μου ήταν αληθινό.
Αν ήταν ειλικρίνεια αυτό που έκαιγε στο βλέμμα του εκείνη τη νύχτα. Αν ήταν η αγκαλιά του ζεσταμένη από αγάπη ή από συμβιβασμούς.
Θα περιμένω. Κυρίως από περιέργεια (και ίσως από ανάγκη)
Κι αν ήτανε αγάπη, έστω και για μια στιγμή, ικανοποιημένη θα αποσυρθώ στο μαύρο πέπλο που ανέβαλλα όλον αυτό τον καιρό, θα περάσω στην τελευταία φάση της ζωής μου. Ένα θα γίνω με τ'αστέρι μου. Ένα. Και θα παραδοθώ στις φλόγες του.
(21/7/13)

Ε.

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

137 κόκκινα τριαντάφυλλα

Απόμεινε μονάχα τ'όνομά της να το κοιτάζω στην οθόνη και στάθηκα κι εγώ να την παρατηρώ (μια ανάσα μακριά της)
Ήταν αυτή η φιγούρα της που μου άφηνε στο μυαλό τη λέξη "χρυσοκίτρινη"
ο ειρωνικός τρόπος που εμφανιζόταν εκεί, ανάμεσα στα αγαπημένα μου πράγματα
τα μαύρα γράμματα που την σχημάτιζαν πάνω στο λευκό καμβά μου

Σχεδόν τη ζήλεψα (μα,γρήγορα γέμισα το μυαλό μου με εικόνες και λέξεις και πληροφορίες πολλές και ήχους, ώσπου ξεχείλισε και σταμάτησα να σκέφτομαι)



Και δε με νοιάζουνε τα άλλα, μα τα κατάφερε πάλι και είναι πιο κοντά σου απ'ότι είμαι εγώ. Σε έχει εκεί,στο οπτικό της πεδίο και μπορεί να σε μισεί ή να σε θέλει πάλι. Μπορεί να σε βλέπει και να ανακατεύεται από απέχθεια ή να τραβάει το φόρεμά της και να δαγκώνει τα χείλη της για να μην σ'αγγίξει.
Και δεν σκάω κιόλας που είναι όμορφη. Όχι. Σιγά. Έχω μόνο ένα παράξενο κάψιμο στα μάτια και νιώθω ένα κύμα να με παίρνει, να με πνίγει. Κι αυτή την καταραμένη αίσθηση. Είναι μία ευλάβεια προς το πρόσωπό της και μία τάση να την καταστρέψω. Να της κόψω τα καστανόξανθα μαλλιά της και να της τα δώσω να τα φάει. Να της χαϊδεύω τα μάγουλα και να την καρφώνω με νύχια κοφτερά.

Αλλά όχι. Είπαμε. Εγώ στο ύψος μου. Δεν δίνουμε και δικαιώματα. Αγέρωχη και ανέγγιχτη.
Μόνο κάνε μου τη χάρη και ρώτα τη κάτι, γιατί νομίζω πως με πείραξε λίγο.
Πώς τολμάει να εμφανίζεται ανάμεσα στ' αγαπημένα μου πράγματα; Πώς τολμάει να σε κοιτάζει;
(8/7/13)
Ε.

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

3,14 στην π



Ξυπνάω το πρωί. Δεν θέλω να σηκωθώ είναι ακόμα εφτά. Ακόμα δεν έχει ξημερώσει και έχει κρύο. Θέλω κι άλλο ύπνο. Τα μάτια μου είναι βαριά. Δεν θέλω να σηκωθώ γαμώτο. Θέλω να δω ένα όνειρα ακόμα. Παρακαλώ. Παρακαλώ. Μόνο ένα όνειρο. Όχι. Πρέπει να πάω στην δουλειά. Το κεφάλι μου είναι βαρύ. Θα σηκωθώ. Σηκώνομαι. Χέζω. Χέζω μελαγχολικά. Πρέπει να πάω στην δουλειά. Τριάντα χρονών γαϊδούρι και πάλι σε φυλλάδια βρήκα δουλειά. Για 3 ευρώ την ώρα. Θα στέκομαι τέσσερις ώρες σαν τον μαλάκα δίνοντας διαφημιστικά φυλλάδια σε περαστικούς που δισανασχετούν με την σαβούρα που τους αναγκάζεις να κρατήσουν ως τον επόμενο κάδο. Μελαγχολώ. Η καρδιά μου σφύγγεται. Σκατά. Φτιάχνω καφέ. Πρέπει να το πάρω απόφαση. Τι ωραία να έπεφτα για ύπνο πάλι. Ακόμα δεν έχει ξημερώσει. Τι κρίμα να μην πιω τον καφέ μου με την π. Σε κάποιο καφέ. Ακόμα και σπίτι. Σε ένα ζεστό μέρος και να πίνουμε ζεστό καφέ. Όμως πρέπει να τον πιω γρήγορα. Όχι σαν μια σύγχρονη τελετουργία που φέρνει κοντά τους ανθρώπους αλλά σαν ένα φάρμακο που τους κάνει παραγωγικούς. Τον πίνω γρήγορα. Καίγομαι. Δεν τον πίνω όλον.

Κατευθύνομαι προς το γραφείο. Εκεί που όλοι οι διανομείς παραλαμβάνουν το πακέτο με τα φυλλάδια και την οδηγία. Σε ποιο φανάρι να σταθούν. Είναι δέκα λεπτά νωρίτερα. Περιμένω στο κρύο. Έχει πάει οκτώ και δύο. Δεν έχει έρθει κανείς ακόμα. Προσεύχομαι να αργήσουν όλοι. Προσεύχομαι να μην έρθει κανείς. Το κρεβάτι μου ακόμα με περιμένει. Το κρεβάτι μου. Το όνειρο ακόμα μπορεί να συνεχιστεί. Ακόμα μπορώ να πάω για καφέ με την π. Έστω για τσάι. Έστω για έναν φυσικό χυμό πορτοκάλι. Οχτώ και τρία. Προσεύχομαι να έχουν πάθει ατύχημα. Όλοι. Αφεντικό και συνάδελφοι. Συνάδελφοι... Σιγά τα μουνόπανα. Όλοι. Να πεθάναν όλοι. Θέλω να έχω μια δικαιολογία που δεν δούλεψα. Α! Όλα κι όλα. Εγώ ήθελα. Αυτοί δεν ήρθαν. Η καρδιά μου σφίγγεται. έχει πάει οκτώ και τέσσερα. Αν δεν έρθουν μέχρι τις και δέκα θα φύγω. Θα τους πω πως τους περίμενα δεκαπέντε λεπτά. Και πως νόμισα πως έκανα λάθος. Θα πάω να κοιμηθώ. Όχι θα πάω για καφέ με την π μου. Θα γελάμε. Θα είναι ωραία. Σε ένα λεπτό φεύγω. Του λέιτ μάδερ φάκερς! Μισό λεπτό ακόμα. Σκατά Το αφεντικό πλησιάζει. Προλαβαίνω ακόμα να κρυφτώ. Έχω ανάγκη τα δώδεκα γαμημένα ευρώ. Θα κάτσω.

Στέκομαι στο φανάρι Ναυαρίνου με Εγνατία. Είναι εννιά. Οι περαστικοί κατεβαίνουν σε ορδές. Μοιράζω φυλλάδια. Βαριέμαι. Περιμένω να σχολάσω. Περιμένω να πάει δώδεκα για να σχολάσω. Περιμένω να πάει δώδεκα για δώδεκα ευρώ. Περιμένω να πάει εφτά για να βρεθώ με την π. Ο χρόνος δεν περνάει. Ο χρόνος δεν κυλάει. Κυνηγάω περαστικούς για να τους φορτώσω με ένα φυλλάδιο που θα το πετάξουν αμέσως. Κυνηγάω περαστικούς. Άλλοτε επειδή βαριέμαι και άλλοτε για να παριστάνω τον ευσυνείδητο εργαζόμενο. Βαριέμαι. Δεν έχει κανένα νόημα. Που πηγαίνουν όλοι αυτοί. Να δουλέψουν σε δουλειές το ίδιο ανούσιες με την δικιά μου. Να ψάξουν δουλειές το ίδιο ανούσιες με την δικιά μου. Να πληρώσουν τις τράπεζες. Να πληρώσουν λογαριασμούς. Δεν φτάνει που τους πληρώνεις χωρίς λόγο πρέπει να περιμένεις και υπομονετικά στην ουρά. Κάποιοι θα πάνε και για καφέ. Σκέφτομαι πως πρέπει να περάσει η ώρα. Να πάει δώδεκα να φύγω. Να πάει εφτά να βρω την π. Να πάει Παρασκευή να πάμε εκδρομή. Περιμένω να πάει δώδεκα για να πάρω δώδεκα ευρώ. Να πάει Παρασκευή να έχω μαζέψει εξήντα ευρώ. Να πάει Παρασκευή να πάω εκδρομή με την π. Μοιράζω. Μοιράζω. Μοιράζω. Βαριέμαι γαμώ τον Χριστούλη τους. Βαριέμαι. Τι κάνω εδώ. Βαριέμαι. Πρέπει να περάσει ο χρόνος. Πρέπει να περάσει ο χρόνος. Πέρασε.

Δώδεκα. Συγκίνηση. Πέρασε η πρώτη μέρα στη δουλειά. Άλλες τέσσερις έμειναν. Και πολύ τους είναι. Απλά θέλω να πάω εκδρομή με την π. Πρέπει να μαζέψω εξήντα ευρώ. Πηγαίνω στο γραφείο να πληρωθώ. Περιμένω. Η γραμματέας μου λέει είναι απασχολημένος. Της μάνας του το μουνί. Τον χρόνο που χάνω θα τον πληρωθώ παλιομαλάκα; Ε; Ε; Ε; Αρχίδι. Απασχολημένο αρχίδι. Περιμένω. Περιμένω. Έχουν περάσει δέκα λεπτά. Έχουν περάσει είκοσι. Βγαίνει ένας από το γραφείο του. Χτυπάω την πόρτα. Ανοίγω. Του χαμογελάω ευγενικά. Με σιχαίνομαι. Με ρωτάει πως μου φάνηκε. Του απαντάω πως να μου φανεί; Μου λέει: Θα τα καταφέρεις; Του λέω έτσι νομίζω. Μου λέει πολύ καλά λοιπόν, αύριο ίδια ώρα. Του λέω μήπως θα μπορούσα να πληρωθώ. Είχαμε πει πληρωμή αυθημερόν. Μου λέει ναι αλλά η πρώτη μέρα είναι δοκιμαστική. Τι λες ρε καριόλη του λέω γαμώ την Παναγία σου. Τι να δοκιμάσεις; Αν μπορώ να κουνάω το χέρι μου να δίνω φυλλάδια; Μαλάκας είσαι; Μου λέει έτσι δουλεύουμε εμείς. Του λέω καταρχήν ποιοι είστε οι εσείς. Γιατί οι μόνοι που είδα να δουλεύουν είμαστε εμείς. Δηλαδή εγώ και κάτι άλλοι φουκαράδες απ το πίκπα. Κατά δεύτερον θέλω τα λεφτά μου ΤΩΡΑ μην έχουμε άλλα. Μου λέει λυπάτε. Του λέω εγω να δεις. Το αίμα μου έχει ανέβει στο μεταξύ μέχρι τα φρύδια. Αρκετά ψυλά για να τα βλέπω όλα κόκκινα. Τα μινίγγια μου έχουν αυτονομυθεί και παίζουν ταμπούρλο με το μυαλό μου. Θα τον γαμήσω. Θα τον γαμήσω. Θα τον γαμήσω τον πούστη. Θα σε γαμήσω του φωνάζω. Πούστη Μπινέ. Γαμιόλα. Βρωμόπουστα. Θα σε γαμήσω. Θα σε γαμήσω. Μια εκδρομή ήθελα να παώ με την π και μου το χαλάσες. Θα σε γαμήσω. Βρωμόπουστα. Μουνί. Μουνί της λάσπης. Παίρνω μια καρέκλα και την εκσφενδονίζω κατά πάνω του. Φωνάζει. Αστυνομία. Βοήθεια. Του λέω τι να σου κάνει και η αστυνομία αν ο άνθρωπος είναι πούστης. Πούστη πούστη πούστη. Σηκώνω την καρέκλα. Του την φέρνω στο κεφάλι. Η γραμματέας τσιρίζει. Σηκώνει το ακουστικό και παίρνει τους μπάτσους. Δεν δίνω σημασία. Τα βλέπω όλα κόκκινα. Του κοπανάω την καρέκλα στο κεφάλι. Πούστη του λέω. Ήθελα μόνο μια εκδρομή. Τον κοπανάω με την καρέκλα στο κεφάλι. Έχει χάσει τις αισθήσεις του. Τον κοπανάω. Πιο δυνατά. Πιο δυνατά. Ακόμα πιο δυνατά. Το ευχαριστιέμαι. Το κεφάλι του έχει γίνει πολτός. Τα μυαλά του έχουν κάνει φράκταλ στους τοίχους. Συνεχίζω να αποτίω φόρο τιμής στον μεγάλο δάσκαλο. Τον κοπανάω. Πιτσιλάει. Φόρος τιμής στον Ταραντίνο. Η γραμματέας ακόμα τσιρίζει. Ηρεμώ. Θαυμάζω το έργο μου. Ήθελα μόνο δώδεκα ευρώ γαμιόλη. Δες τι έκανες τώρα. Ήθελα μόνο μια εκδρομή με την π.

Πάω να φύγω. Στις σκάλες ακούω κάποιους να ανεβαίνουν. Είναι δυο μουνιά τις ΔΙΑΣ που ανεβαίνουν με περπάτημα με ενοχλούν τα αρχίδια μου και ύφος καουμπόι. Ναι. Ύφος καουμπόι. Ύφος καουμπόι και αμφίεση καουμπόι του διαστήματος. Κρύβομαι. Πηγαίνω από πίσω τους. Βλέπουν το θέαμα. Πηγαίνω πίσω από τον έναν και τραβάω το πιστόλι του από την θήκη. Το κολλάω στην κεφάλα του άλλου. Του λέω: φέρε μου και το δικό σου. υπακούει. Τους λέω. Ξέρετε ότι είστε μάστιγα για την κοινωνία; Γιατί δεν μένατε στα χωριά σας να φυτέψτε κανένα μαρούλι να κάνετε κάτι χρήσιμο να μην σας έχουμε και στα πόδια μας. Τι καταλάβατε τώρα; Δεν απαντάνε. Τρέμουν. Τι τρέμετε ρε κότες τους λέω. Πάρτε το απόφαση. Πυροβολώ τον πρώτο. Πυροβολώ τον δεύτερο. Παρ τους κάτω. Τι καταλάβατε; Κι όλα αυτά για μια εκδρομή. Κατεβαίνω κάτω. Βλέπω τις μηχανές τους. Τα μπλε φωτορυθμικά ακόμα αναμμένα. Μου έρχεται μια ιδέα. Τα ξεριζώνω και ανεβαίνω πάλι πάνω. Ακόμα λειτουργούν. Κοιτάω τα πτώματα των ΔΙΑΣ και χαμογελάω. Τους βγάζω τα παντελόνια και τους τα καρφώνω στα κωλοτρυπίδια τους. Αναβοσβήνουν. Γυρνάω στην γραμματέα που με κοιτάει τρομαγμένη και την ρωτάω. Πως σου φαίνεται; Πως να σου φανεί. Μόνο η π θα μπορούσε να εκτιμήσει αυτό το έργο τέχνης. Αυτό το αριστούργημα. Μιλάμε για νέο τρόπο πραγμάτωσης της τέχνης πάνω στα συντρίμμια του παλιού κόσμου. Μιλάμε για την τέχνη με ταφ κεφαλαίο. Φαλλική και Εγκεφαλική.

Έχει πάει μία. Πρέπει να βρω λεφτά για την εκδρομή. Έξι ώρες ακόμα για να δω την π. Όμως έχω δυο πιστόλια. Δυο πιστόλια και την Ελληνική Αστυνομία στο κατόπι μου.

Περπατάω. Περπατάω. Σκέφτομαι. Περπατάω. Πρέπει να βρω μια λύση. Περπατάω. Πλησιάζω την Ροτόντα. Μια ορδή από ξωτικούς τύπους έχει αμπαλάρει την πραμάτεια του σε άσπρα σεντόνια και βαδίζει βιαστικά ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω. Η δημοτική αστυνομία στο κατόπι. Η δουλειά της για σήμερα είναι να σώσει το εμπόριο από το παρεμπόριο. Με κάθε ανθρώπινο κόστος. Τρεις δημοτόμπατσοι έχουν στριμώξει έναν φουκαρά. Ένα ιδιαίτερα μελαψό αγόρι. Κάποιον μακρινό μας ξάδελφο. Έχω τα πιστόλια των μπάτσων στις τσέπες του μπουφάν. Αυτό μου δίνει αβαντάζ. Αυτό μου δίνει αυτοπεποίθηση. Μόλις πριν από λίγο έφαγα τρεις υπάνθρωπους. Αυτό με κάνει να νοιώθω ανανεωμένος. Απευθύνομαι στον έναν. Έτσι. Διαίρει και βασίλευε φάση. Άσε ήσυχο τον άνθρωπα, του λέω. Την δουλειά μου κάνω, μου λέει. Να πάνε πίσω στην χώρα τους συνεχίζει. Βρε μουνί του λέω εσένα σε έχει διορίσει να κάνεις αυτή την βρομοδουλειά η ίδια κυβέρνηση που έχει στείλει στρατό στην χώρα του να την κάνει πουτάνα. Να πας εσύ στη χώρα τους αν δεν σου αρέσει. Εμένα μου γουστάρουν οι τύποι. Δίνουν μια τροπική νότα στην σκατούπολη που σε ανέχεται αδιαμαρτύρητα. Μου λέει φύγε μην την πληρώσεις εσύ την νύφη. Δεν θύμωσα. Μόνο γαργαλεύτικα λίγο στα πνευμόνια. Τραβάω το πιστόλι και του λέω. Στα τέσσερα κουφάλα και κατέβαστα γιατί την νύφη θα την πληρώσεις εσύ. Υπακούει. Κάθεται στα τέσσερα και κατεβάζει τα παντελόνια. Οι άλλοι δυο κοιτούν έντρομοι. Του βάζω το πιστόλι στο κωλοτρυπίδι. Του λέω σου αρέσει; Μου γνέφει τσουκ. Του λέω. Φώναξε τρεις φορές μ' αρέσει. Υπακούει. Φωνάζει μ' αρέσει μ' αρέσει μ' αρέσει. Οι περαστικοί κοιτάνε. Νομίζουν είναι κάποια περφόρμανς. Οι μετανάστες χαμογελούν ικανοποιημένοι. Πυροβολώ. Έντερα και σκατά και αίμα παντού. Οι περαστικοί καταλαβαίνουν πως δεν είναι κάποια περφόρμανς. Οι μετανάστες ξεκαρδίζονται. Κάνω να φύγω. Κοιτάω το ρολόι. Είναι μια και μισή και ακόμα δεν έχω φράγκο. Στις εφτά πρέπει να βρω την π και ως την Παρασκευή να έχω μαζέψει λεφτά για την εκδρομή. Κάνω να φύγω. Μου έρχεται μια ιδέα. Γυρνάω σε έναν Αφρικανό που πουλάει τσάντες και του λέω, θα μου χαρίσεις μια; Χαμογελάει γνεύοντας ναι. Τα δόντια του λάμπουν σαν προάγγελος κάποιου κυοφορούμενου Διαφωτισμού.

Περπατάω. Βγαίνω Εγνατία. Κάθομαι σε μια στάση και περιμένω λεωφορείο. Θέλω να κατευθυνθώ προς Τούμπα. Αποφάσισα να ληστέψω μια τράπεζα εκεί που από μικρός ορεγόμουν. Εδώ που φτάσαμε σκέφτομαι, πρέπει τουλάχιστον να πάω εκδρομή. Στο λεωφορείο καταστρώνω το σχέδιο. Όσο σκέφτομαι ακούω μια φωνή να μου ζητάει να ελέγξει το εισιτήριο μου. Του λέω δεν έχω. Μου λέει πρόστιμο. Του λέω αν είχα λεφτά θα χτυπούσα εισιτήριο, τι πρόστιμο και παπαριές μου τσαμπουνάς. Δεν με πλήρωσε το αφεντικό. Δεν φταίω. Μου λέει ούτε αυτός φταίει. Του λέω καταρχάς φταις γιατί κάνεις αυτή την δουλειά. Δεύτερον να τα ζητήσεις από το αφεντικό μου. Μου λέει δεν ξέρει το αφεντικό μου. Του λέω πρώτον ούτε εμένα με ξέρεις και δεύτερον όλο και σε κάποια λέσχη για μουνόπανα θα έχετε γνωριστεί. Βρείτε τα μεταξύ σας και μην μου σκοτίζεται τον μπούτσο. Βγάζει το κινητό του και καλεί τους μπάτσους. Βρε μουνί του λέω και βγάζω το ένα πιστόλι. Αυτό με τα σκατά και τα αίματα. Το βλέπεις αυτό; Ο τύπος χλομιάζει. Τρέμει. Κατουριέται πάνω του. Η ταυτότητα ελεγκτή και το μπλοκάκι με τα πρόστιμα δεν είναι αρκετά πια για να διατηρήσει το ύφος Πορτοσάλτε. Δεν ντρέπεσαι λίγο του λέω. Σου είπα δεν έχω λεφτά. Πήγε να με κλέψει το αφεντικό μου. Τι συμβαίνει με όλους σας σήμερα; ΓΟΥΑΤΣ ΡΟΝΓΚ ΓΟΥΙΘ ΓΙΟΥ ΠΙΠΟΛ; Μια εκδρομή με την π θέλω να πάω γαμώ τον μπελά σας. Γιατί είσαι κακός άνθρωπος; Ε; Ε; Ε; Πες μου. Γιατί; Ε μουνί; Θολώνω. Του την μπουμπουνάω στην κεφάλα. Κατεβαίνω από το λεωφορείο. Πρέπει να βρω λεφτά. Η ώρα είναι δύο παρά τέταρτο.

Είναι δύο παρά πέντε. Μπαίνω στην τράπεζα και πηγαίνω στον διευθυντή. Του λέω γέμισε την τσάντα και μην κάνεις καμιά μαλακία γιατί από το πρωί τα νεύρα μου τα έχετε κάνει κρόσσια. Πηγαίνει με την τσάντα προς τα ταμεία. Την γεμίζει. Μου την δίνει. Τον βλέπω να πατάει τον συναγερμό. Αγανακτώ. Τον πιάνω με το καλό. Βρε μουνιά του λέω. Σας λέω δεν θέλω να δουλέψω. Μου λέτε πρέπει. Σας λέω οκ και μου λέτε πως δεν έχει δουλειές για μένα αυτήν την περίοδο και γενικός είναι δύσκολο τα πράγματα. Τι φάση είναι αυτή; Θα σας παρακαλάω; Σας λέω αφού οι τράπεζες έχουν τόσα λεφτά. Τι θα τα κάνουν; Στον κώλο τους θα τα βάλουν; Να μου δώσετε λίγα από αυτά. Μου λέτε πως αν τολμήσω να προσπαθήσω θα με βάλετε φυλακή. Τι φάση δηλαδή; Όλες τις αντιφάσεις του καπιταλισμού εγώ θα τις πληρώσω; Και εδώ που τα λέμε δεν ντρέπεσαι λίγο; Εσύ δεν ήσουν αυτός που μας παρακαλούσε να πάρουμε δάνεια και όταν σε παρακαλούσαμε λίγα χρόνια μετά να μην μας πάρεις το σπίτι έλεγες ότι δεν το παίρνεις εσύ αλλά η τράπεζα; Ε; Ε μαλάκα; Και τώρα τι σε πείραξε; Που ήρθα να πάρω λίγα λεφτά να πάω εκδρομή; Και τώρα θες να πάω φυλακή; Μπριτς! Δεν πάω. Να πας εσύ. Ή μάλλον όχι. Του τινάζω τα μυαλά στον αέρα. Φεύγω σαν κύριος με τα λεφτά στην τσάντα και αφήνοντας πίσω μου τις τσιρίδες του κόσμου σαν μουσικό χαλί.

Έχει πάει δύο. Ποιος περιμένει ως τις εφτά. Παίρνω τηλέφωνο την π. Της λέω τελικά ξεμπέρδεψα νωρίτερα. Μου λέει με σκεφτόσουν καθόλου; Της λέω συνέχεια. Της λέω ετοιμάσου. Τελικά θα φύγουμε εκδρομή από σήμερα.

Τάσσιος Θήτα
Θεσ/νίκη, 7/02/2012

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Εμπρησμός

Βάλε φωτιά στο μυαλό μου να καούν όλα.
Έχω ξεχάσει πάλι πως να ξεκλέβω αυτό που θέλω.



Βάλε φωτιά, σου λέω.
Δε μου αρέσει πια να κρέμομαι απ'τη σιωπή σου.
(7/7/13)

Ε.

Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Εσύ κι εγώ




Με ρώτησε γιατί σε έχω φόντο στον υπολογιστή μου. Τ
ου είπα «έτσι, είναι όμορφη φωτογραφία». Με ρώτησε αν τα έχουμε. «Όχι», του είπα, «ούτε καν μιλάμε». Και με ρώτησε ξανά, γιατί σε έχω εκεί. Μου ήρθαν τόσα πολλά πράγματα να του απαντήσω. Ένα κάρο σκέψεις και εικόνες κι απωθημένα λόγια και κείμενα να του δείξω. Είπα μονάχα πως είναι ωραία φωτογραφία. Δεν επέμεινε.

Ήξερα πως δεν ήμουν φτιαγμένος για να είμαι ατρόμητος. Δεν ήμουν φτιαγμένος να κυνηγάω ανθρώπους.

Διαβάζω τ’ όνομά της στους τοίχους και μιλώ για αυτήν σαν να έβαλε τα αστέρια στον ουρανό μου. «Εγώ θα σε ρίχνω από την τραμπάλα. Εσύ θα πέφτεις κι εγώ θα πέφτω πάνω σου και θα γελάμε», μού είπε. Την κοιτούσα και χαμογελούσα. Σκεφτόμουν πόσο θα μου λείπει. «Θα ανυπομονώ να έρθεις», ψιθύρισα, κι οι παλμοί μου αυξήθηκαν καθώς με πλησίαζε. Τα μαλλιά της έλαμπαν στο φθινοπωρινό ήλιο, και η κόκκινη μπλούζα της ταίριαζε με το πράσινο του πάρκου. Εκείνη χαμογελούσε κι εγώ ένιωθα πλήρης, γεμάτος γιατί ήξερα ότι την αγαπάω γι’ αυτό που είναι κι όχι «για το πόσο δική μου την έχω». Και τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε· τώρα καταλαβαίνω ποιος είναι ο λόγος που το αισθάνομαι πιο αληθινό έτσι. Και τώρα, καθώς απομακρύνομαι, η σκέψη μου τρέχει σε εκείνο το χαμόγελο, που φώτιζε το αψεγάδιαστό της πρόσωπο. Το πώς έλαμπαν τα μάτια της, το πόσο ασφαλής και γαλήνιος ένιωθα στην αγκαλιά της.



Και ξέρω πως είναι όσο δικιά μου χρειάζεται, μόνο τόσο. Τόσο που αρκεί, για να λαχταρώ να την ξαναδώ.

(27/10/2012)

M.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Εγώ κι εσύ



Εκείνος έπαιζε κυνηγητό με τις νότες και τραγουδούσε στον καπνό κι εγώ καιγόμουν σαν τη φωτιά που σπίθιζε μπροστά μου. Και είχα μέσα μου μια επιθυμία που νότα-νότα στιγμή-στιγμή γινόταν χείμαρρος πόθου και είχε το σώμα της τρέλας και την ανάγκη του εθισμένου. 

Έτσι που έτρεχαν τα δάχτυλά του και χτυπούσαν με μανία τις χορδές. 
Έτσι που έγερνε το κεφάλι προς τα πάνω και φώναζε τους στίχους (κάποιου κομματιού που αγνοούσα κατά λάθος και πεισματικά επίτηδες όση ώρα τον κοιτούσα)
Έτσι που ζαλιζόμουν από το κρασί..έτσι που μεθούσα απ'αυτόν.

Μέχρι που το κορμί μου δεν άντεξε άλλη ένταση, μέχρι που η ζάλη ήταν υπερβολική για μένα, μέχρι που ανακατευόμουν και ξερνούσα κόκκινο έρωτα.

Μέχρι που σαστισμένη και τρεμάμενη, σωριάστηκα στην παγωμένη άμμο.

(22/6/13)


Εγώ κι εσύ.
(Μπορούμε να είμαστε παντού,εγώ κι εσύ)

Ακόμα μπορώ να νιώσω τη φωτιά να καίει το δέρμα μου.


Ε.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Παράλυτος






                 Και ξαφνικά, καθώς χάζευα τους ανθρώπους στη στάση του λεωφορείου κι έφτιαχνα ιστορίες γι' αυτούς, στο μυαλό μου γεννήθηκε η εξής σκέψη: Τι κάνω λάθος; Δε  νιώθω τίποτα για κανέναν. Τους αποκαλώ δικούς μου. Τους αγαπώ όλους. Μα πάει καιρός από τότε που ένιωσα ευτυχία που τους γνώρισα. Πάει καιρός και από τότε που ένιωσα φόβο μην τους χάσω. Δε με νοιάζει, δε με απασχολεί πια, παρότι έφτασα αρκετά κοντά σε αυτό. Δε μ’ αρέσει. Θέλω να γελάω και να κλαίω και να θυμώνω και να φωνάζω. Να ζω πιο γρήγορα. Με αναγουλιάζει όλη αυτή η γαλήνη. Προσπάθησα να ψάξω στο κεφάλι μου, μήπως θυμηθώ από πού ξεκίνησε όλο αυτό.
Βρήκα ένα «Είσαι 18μιση χρονών». Και; Είναι η φάση που περνάω; Η φάση της αδιαφορίας; «Είσαι ευχάριστη. Είσαι πολύ ήρεμη.» Δε γουστάρω ρε. Ξεκολλάτε. Δεν είμαι ήρεμη στ’ αλήθεια.



Χρειάζομαι κάτι. Ένα κύμα να με καβαλήσει και να φτάσω αρκετά κοντά στον πνιγμό ώσπου να ξυπνήσω.


Μ.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Μα έχω μάθει να σε θέλω, έχω μάθει να σε θέλω



Το σκέφτηκα και το ξανασκέφτηκα. Τα έβαλα κάτω και τα υπολόγισα. Απογοητεύτηκα, έκλαψα, άρχισα να το σκέφτομαι πάλι και κατέληξα.
Δεν μπορώ να ζήσω μακριά απ'τους ανθρώπους που αγαπώ. Κι αν αυτοί είναι διασκορπισμένοι παντού -ο ένας στη δύση, ο άλλος στην ανατολή- έτσι θα είμαι κι εγώ διασκορπισμένη. Έτσι θα απλωθώ κι εγώ λίγο στο βορρά λίγο στο νότο -να 'μαι παντού-σε κανένα να μη λείψω και δακρύσει, κανείς να μη μου λείπει -όχι άλλο πια- γιατί το συναίσθημα αυτό του κενού στο στήθος κοντεύω να το συνηθίσω και δε μ'αρέσει. Θέλω να το πετάξω από πάνω μου, όπως και την απόσταση.
Γιατί μου λείπεις και γυρνάει ο κόσμος (μας) γύρω απ'το κεφάλι μου (και ζαλίζομαι, ζαλίζομαι, ζαλίζομαι συνέχεια)
Δεν θέλω πια να φάω. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Θα ξεκινήσω μια μικρή επανάσταση.
Ζητώ πίσω την παλιά μου ζωή. Δεν ζω χωρίς αυτούς που αγαπώ. Δεν ζω χωρίς εσένα.
Θα απλωθώ στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Θα μακρύνω -σα λάστιχο θα γίνω ευλύγιστη- για να 'ρθω όπου είσαι.
Να γίνω αέρας να με αναπνέεις. Να είμαι δίπλα σου και πάλι,όπως τότε. Να σε κοιτάζω και να λέω "είσαι εδώ"
(8/1/13)

Καταλαβαίνεις πόσο λάθος είναι αυτό που ζω, έτσι; Δεν είστε σωστοί. Ούτε εσύ, ούτε αυτός. Εγώ ΔΕΝ κυνηγάω ανθρώπους. ΔΕΝ το κάνω αυτό. Είμαι περήφανη και πουλάω ακριβά την αδιαφορία μου. Έχω μάθει να ελίσσομαι με ευκολία ανάμεσα στην αφρόκρεμα και να τους κάνω να τρέχουν όπου πω πως είμαι. Δεν θα σας αφήσω εσάς να με σακατέψετε. (Γιατί το έχω καταλάβει το κόλπο σας. Έχετε σχέδιο εσείς, αλλά έχω κι εγώ. Μόνο λίγο σπρώξιμο θέλω να το εφαρμόσω. Και τότε θα δείτε. Δεν θα μπορείτε ποτέ να με ξεκάνετε. Θα είμαι μέσα σας.)

Και αυτό πάει και σ'εσένα,ακούς; 
Την επόμενη φορά που θα με κάνεις να σε σκέφτομαι, θα πεθάνεις.

                                                                                                 Ε.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Αναπνοή




Κόλλα τα χείλη σου με μανία στα δικά μου.
Μη σταματήσεις. Ακινητοποίησε με. Μούδιασε τη σκέψη μου.
Κράτα με σφιχτά -κόψε μου την ανάσα-
                                   (Να μην πω αυτό που φοβάσαι. Αυτό που δεν πρέπει.)
(6/6/13)

                                                                                         Ε.

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

Φύγε όσο δε βλέπω



Δεν μου αρέσει να τη βλέπω να φεύγει. Νοιώθω κάτι μέσα μου να σπάει. Όχι ότι θέλω να ακούγομαι ποιητής, όχι. Ποτέ μου δεν το επιδίωξα. Απλώς, είναι που αισθάνομαι άβολα να γυρίζω το κεφάλι, ενώ περπατά προς την αντίθετη μεριά, σαν να εγκρίνω την απόσταση μεταξύ μας που μεγαλώνει. Γι'αυτό, μόνο στρέφω το κεφάλι μου μακριά απ'τα μάτια της, ψιθυρίζω κάτι τελευταίο, πατάω πετάλι και χαράζω τη δική μου πορεία. (Παγωμένος κοντά της, παγωμένος μακριά)

Έχω μάθει να μισώ να μην την έχω -αφού με τόσο κόπο την απέκτησα- να αγαπάω την ανάσα της στο λαιμό μου και το άγγιγμά της στο μπράτσο μου. Είναι μια μικρή τρέλα στη ζωή μου, μια κοφτή αναπνοή. Με γεμίζει και με σφύζει. Με μαζεύει και με απλώνει σαν κάτι μαλακό κάτω από τη σκιά του  φιλιού της. Αφήνομαι.
Και με πάει μακριά. Με παίρνει στον κόσμο της τον παράξενο και μαγικό.

Και την αγαπάω. Γιατί είναι η καρδιά μου. Ανισόρροπη και αβέβαιη, μα γοητευτική.
Γιατί είναι όμορφη και μικρή. Γιατί χωράει τέλεια στην αγκαλιά μου.
(1/6/13)

                                                                               Ε.

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Ένας μικρός πανικός. Δεν είναι κάτι.



Ο ένας να πατάει τον άλλο. Μαύρο σκοτάδι και φωτιές στον ουρανό. Έντονα μπάσα και χέρια στο θεό. Πολύχρωμα πυροτεχνήματα, εσύ, εγώ κι αυτός.

Είναι όλα λάθος έτσι; Κάτι δεν πάει καλά σε όλο αυτό.
Μήπως να φύγω; Τρέχω λίγο. Μακριά! Μακριά από 'δω.


Τι θα σε σώσει από τον εαυτό σου; Όσο μακριά από τον κόσμο και να πας,θα είσαι πάντα μέσα σου.
(Έτσι κι εγώ είμαι ο ρόλος μου και ζω μονάχα επί σκηνής. Μη μου ζητάτε να υπάρξω κανονικά. Δεν ξέρετε πόσο δύσκολο φαντάζει.)

Βλέμματα να χάνονται στη μουσική. Σώματα να παρασύρονται στο πλήθος.

(Είναι ανώφελο να προσπαθώ να ξεμπερδευτώ, έτσι; Όλο εδώ θα καταλήγω.)
Εσύ να μεθάς με το ποτό κι εγώ μ'εσένα.
(30/5/13)

                                                                                              Ε.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Γιατί πρέπει να ξέρεις τι γίνεται μες το κεφάλι μου;

                                                                                                   (ζούμε σε θεατρικές εποχές, να ξέρεις)

Γιατί; Ε;
Δεν μπορώ  θέλω να σου πω.
(Έτσι κι αλλιώς θα τρόμαζες)


"...και με 'τοιαν όψη απόμεινε που η πένα, το μελάνι,
η γλώσσα, η χέρα, το χαρτί, να σας το πει δε φτάνει"
(24/5/13)

                                                                                       Ε.

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Αυτά για σήμερα



"...Ξυπνάς μια μέρα μ' ένα υπέροχο φιλί,
Κι όσα για πάντα έχεις χάσει για πάντα έχουν σωθεί."
(19/5/13)

                                                                                              Ε.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

Πουθενά δεν είναι σπίτι. Πουθενά.




Έχω για σπίτι μου τους πέντε ανέμους και με φυσάνε στα μαλλιά.
Τους έχω κάνει φίλους μου καλούς και με πετάνε μια εδώ και μια εκεί και κανένα μέρος δεν προλαβαίνω να συνηθίσω. Οι άνθρωποι δεν μετράνε πια για μένα κι όπου κι αν λάχει και βρεθώ, με νέους ανθρώπους γελάω και κλαίω.
Έχω δεθεί με τους ανέμους και έτσι αυτοί είναι το σπίτι μου και το καταφύγιό μου και τίποτα δεν φοβάμαι πια.

Κι αν με ακούσετε να παραπονιέμαι που πουθενά δεν αισθάνομαι πλήρης και πουθενά δεν νιώθω πως ανήκω, είναι που οι άνεμοί μου παίρνουν καινούριες αύρες και παλιά χρώματα και με μπερδεύουν λίγο.
Και κουβαλάνε αρώματα ανθρώπων και κόσμων που έχω αφήσει πίσω και δεν περίμενα να βρω μπροστά μου κάτι βράδια σαν αυτά.

(Πρέπει να μάθω μέσα μου να το έχω το σπίτι μου, να μην αφήνω την καρδιά μου να αποφασίζει που θέλει να μείνει, αλλά με το ζόρι να της ανοίξω μια πόρτα και να ζήσω μέσα της.
Γιατί κάποτε βασιζόμουν στους ανθρώπους και έτσι κατάντησα άστεγη. Γιατί κάποτε είχα σπίτι. Σίγουρα. Κάποτε είχα.)

Πουθενά δεν είναι σπίτι, μ'ακούς;
Πουθενά δεν είναι σπίτι. Όχι πια.
(12/5/13)

                                                                                                  Ε.

Κυριακή 5 Μαΐου 2013

Αρκετά. Θέλω να επιστρέψω τώρα.

"..γιατί οι άνθρωποι συνεχίζουν να αυτοκαταστρέφονται, φίλε μου"



Έτσι, πήρα τα πονεμένα μου πόδια μακριά από εκεί. Τα πήρα κι έφυγα, σου λέω!
 Έριξα μόνο ένα τελευταίο βλέμμα στο τρίτο άτομο που με είχε απογοητεύσει εκείνο το βράδυ. Στο τρίτο και τελευταίο, υποσχέθηκα στον εαυτό μου.
Διέσχισα το δρόμο και σταμάτησα μπροστά στην εκκλησία.
Τι θα γίνει αν με χάσουν τώρα; Αν μπω στα σκοτάδια; Αν γίνω ένα μ'αυτά και με πάρουν οι σκιές;
Τι θα γίνει αν, αφού με χάσουν αυτοί, με βρουν άλλοι; Τι θα γίνει αν κάποιος μου κάνει κακό; Θα έχουν τύψεις μετά;

Περνάω τους δρόμους χωρίς να κοιτάζω. Χωρίς ν'ακούω. Πλησιάζουν αυτοκίνητα;
(Δεν θα είστε εκεί για να με προστατέψετε. Μόνο αργότερα θα δείτε τα απομεινάρια μου σερβιρισμένα στο κρύο τσιμέντο.)
Και σας μισώ. Σας μισώ όλους που με απογοητεύετε. Που σας φουσκώνω μες στο μυαλό μου και ξεφουσκώνετε μόνοι σας. Που δεν με αφήνετε να πλησιάσω με τη βελόνα μου και να τρυπήσω το λαστιχένιο σας κορμί. Σας μισώ που δεν μ'αφήνετε να σας σκάσω και μόνο να σκάτε μόνοι σας ξέρετε. Απαίσιοι!
Κι εγώ τις υποσχέσεις -απειλές- μου τις κρατάω. Δε θα σας ξαναφήσω να μ'αγγίξετε μετά απ'αυτό. Δεν θα με ξαναγγίξετε με τις μίζερες ζωές σας. Εγώ θα κρατηθώ απ'τους ανθρώπους που θέλουν να με εκπλήσσουν. Που θέλουν να τους σκάσω εγώ (τη φούσκα της ύπαρξης τους). Και έτσι θα δείτε.
Και έχω ήδη πολλούς από δαύτους,ρε! Είτε θέλετε να το δεχτείτε, είτε όχι.
Έχω πάρα πολλούς και δεν φοβάμαι να σας χάσω εσάς. Σιγά! Και τι θα μου στοιχίσετε; Έχω τόσους πολλούς.

(Το μόνο περίεργο είναι αυτό το συναίσθημα. Ξέρεις, αυτό που ψάχνεις τον πρώτο άνθρωπο που θα ήταν εκεί για σένα και δεν σου έρχεται κανείς.)
(5/6/13)

                                                                                       Ε.

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Έλλειψη


Κάποιες φορές μόνο.





Κάποιες φορές σαν αυτή εύχομαι να είχα χωθεί όντως στη βαλίτσα σου όπως είχαμε πει τότε για πλάκα.
(27/4/13)

                                                                                                      Ε.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Για μια στιγμή πίστεψα όντως πως σ'αγαπάω





..μα, μετά η στιγμή πέρασε.
(19/4/13)

                                                                                                                    Ε.

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Η κακή μου όραση

"Νομίζω πως έχω όφελος απ' την κακή μου όραση.
Εδώ και χρόνια δεν μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις άλλων.
Έτσι, χωριστά απ' τους άλλους, κάνω τις δικές μου σκέψεις.
Διανοητικά, υποχρεώθηκα να τραφώ από την ίδια μου τη σάρκα.
Γράφω μόνο απ' την προσωπική μου εμπειρία.
Γράφω με αίμα.
Και η καλύτερη αλήθεια είναι η αιματηρή."

Μ.

Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Ανεπιθύμητος




Θα σε πετάξω μέσα σε ένα κάδο με ανεπιθύμητα, το αποφάσισα.
Θα σε κοιτάζω μόνο όταν θα θέλω να αισθανθώ σκουπίδι.
(15/4/13)

                                                                                                                         Ε.

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Επιτέλους




Ήμουν στα σκοτάδια όταν εμφανίστηκε με κάτι βήματα δειλά. Ξαπλωμένη στους κρύους διαδρόμους και αβοήθητη, συνηθισμένη σε όλο αυτό (μα και πάλι έξω απ'τα νερά μου την ίδια στιγμή).
Του έκανα νόημα. Κάθισε πλάι μου και θυμάμαι αρχίσαμε να μιλάμε με κάτι φωνές που τις κατάπινε μια μουσική παράταιρη -διαφορετική από μας και τις ιστορίες που κουβαλούσαμε-.
Μόνο χαμογελούσαμε με παιδική ντροπή και γυαλιστερά βλέμματα. Και τα χαμόγελα σχηματίζονταν από χείλη διψασμένα -παρά το ποτό που τα άγγιζε τόση ώρα-. Κι ερχόμασταν όλο και πιο κοντά. Τάχα τυχαία, τάχα αυθόρμητα. Μέχρι που η ανάσα του χάιδευε το πρόσωπό μου κι η μουσική χανόταν πίσω από τους χτύπους μιας καρδιάς που χτυπούσε για δύο. Μέχρι που τα βουητά του πλήθους παγιδεύονταν πίσω απ'τους τοίχους και οι απότομες αναπνοές μας συναγωνίζονταν μια το πάθος μια τη μέθη. Μέχρι που οι σκέψεις ούρλιαζαν "ή τώρα ή ποτέ" και οι αμφιβολίες, τα σωστά, τα λάθη και οι αναβολές δεν χωρούσαν ανάμεσά μας πια (γιατί καιγόμασταν).

Και τώρα μπορεί να είμαι μόνη μου σε ένα κρεβάτι ζεστό μακριά από χαμόγελα, διαδρόμους και φωνές, μα τα σεντόνια μου μυρίζουν σαν κι αυτόν κι αυτό είναι σίγουρα μια νίκη.
(8/4/13)

                                                                                                                           Ε.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Εκείνο το μέρος

Εγώ είμαι από ένα μέρος που μυρίζει λουλούδια. Είναι ζεστό και όμορφο, και τώρα εκεί είναι καλοκαίρι. Το βράδυ όταν βγαίνεις έξω μυρίζει βρεγμένο χώμα, από την υγρασία, και γιασεμί (ή νυχτολούλουδο, ακόμη να μάθω τι είναι) και νιώθεις τα πνευμόνια σου ν' ανοίγουν για να ρουφήξουν τη μυρωδιά. Πιο κάτω μυρίζει αλμύρα και ιώδιο, και νιώθω σπίτι.

Αυτό το μέρος είναι για όλα τα γούστα. Μα πιο πολύ για το δικό μου.

Σ' αυτό το μέρος υπάρχουν άνθρωποι που με αγαπάνε και τους αγαπώ, κι ένα σπίτι πάντα να με περιμένει. Το πιο όμορφο συναίσθημα μετά από το να βοηθάς.

Δεν το θυμόμουν πριν ξαναπάω. Μα αυτό το μέρος είναι το σπίτι μου. Από 'κει θα ξεκινάω και σ' αυτό θα επιστρέφω, κι όλα τ' άλλα θά 'ναι προσωρινά. Κι ας είναι όλη μου η ζωή προσωρινή, ίσα ίσα για να πω πως άνοιξα τα μάτια μου κι αλλού, μα πάλι εκεί γύρισα.

Μ.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Μια εποχή τελειώνει



Υπάρχουν στιγμές που καταπίνεις τις λέξεις σου γιατί μόνο λάθη μπορούν να προκαλέσουν.
Υπάρχουν λάθη που θέλεις -τόσο πολύ- να κάνεις γιατί δείχνουν σωστά εκείνη την ώρα. Υπάρχουν ώρες που χτυπάει και ξαναχτυπάει η ίδια ιδέα το μυαλό σου μέχρι να σε αναγκάσει να διαλύσεις το μέσα σου για να την κρατήσεις σφαλιστή. (γιατί δεν πρέπει ποτέ να πεις αυτό που σκέφτεσαι -να το θυμάσαι- ποτέ. μπορεί να προξενήσει μεγαλύτερο κακό κι από τις ίδιες τις πράξεις σου.)

Υπάρχουν στιγμές που πρέπει να αφήσεις τις στιγμές να κυλίσουν.
Να ξεγλιστρίσουν  μέσα από τα δάχτυλά σου ελπίζοντας να ξεχαστεί η ελπίδα που έχεις και να γίνει παρελθόν το κραυγαλέο σου παρόν.
(1/4/13)

                                                                                                            Ε.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2013

Θα παίζουμε κρυφτό πίσω από τις λέξεις για πολύ




Ελπίζω να 'ρθεις πριν από το τέλος.

Μόνο για να μπορώ να χαθώ στο βλέμμα ενός ουρανού σκούρου -μετά τη δύση του ήλιου η ματιά σου-. Για να μπορώ να νιώσω σωστά για μία τελευταία φορά (και πρώτη συνάμα). Για να μπορώ ν'αγγίξω τα χείλη τα πορφυρά με τα χείλη μου και να πω πως είναι ώρα. Για αυτά που μας περιμένουν όταν σβήνει η μουσική, όταν ανάβει η νύχτα. Για τα μέλλοντα που μας θέλουν έτσι ακριβώς. Για ακόμη περισσότερα.

σε παρακαλώ
Έλα πριν από το τέλος.
(27/3/13)

                                                                                                               Ε.

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Ο δρόμος μας



Τα δέντρα ήταν χρυσά και καταπράσινα απ'ότι θυμάμαι. Και τα σύννεφα άσπρα κι ασημένια.
Ή και να μην υπήρχαν και ο ουρανός να ήταν όλος μπλε, δηλαδή. Δεν είμαι σίγουρη.
Φταίει που έκλαιγα πολύ όταν πέρασα απ'το "δρόμο μας" και με εμπόδιζαν να δω καθαρά.

Αυτά τα δάκρυα... έτρεχαν και φούντωναν και πλημμύριζα. Δεν μπορούσα να δω καλά κι ήταν όλα λίγο πιο αστραφτερά και γυάλινα, λίγο διαφορετικά απ'όταν περπατήσαμε μαζί. Ήταν χρωματιστά και όμορφα και λίγο ανοιξιάτικα, μα και πάλι τα ίδια.
Μέσα μόνο ήμουν διαφορετική. Ίσως πιο λυπημένη και κουρασμένη.

Ίσως απλά να ελπίζω πολλά. Και μέσα σ'αυτά να είναι να σε δω.
...ή ίσως και όχι.
Έχω χάσει το λογαριασμό τελευταία..
(7/5/12)

                                                                                                             Ε.

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Για κάτι μάτια σαν τον ουρανό




Ήθελα μόνο να τον αγκαλιάσω και να του πω πως όλα θα πάνε καλά, μα δεν το πίστευα αρκετά. Ίσως ούτε τόσο λίγο.
Κι έτσι δεν έκανα καμία κίνηση προς το μέρος του, κι απλά έσβησα το φως, να βυθιστούμε στην ηρεμία που έπλεκε γύρω μας το σκοτάδι. Και μόνο οι επιβλητικοί καθρέφτες του δωματίου μάς είχαν απομείνει να μας κοιτούν βουβοί κι ανέκφραστοι σαν τα πρόσωπα που αντανακλούσαν. Κι ήθελα να του πω πως τον αγαπάω τόσο πολύ, μα μιλούσε καλύτερα η σιωπή και κραύγαζαν μαβιές "συγγνώμες" τα βλέμματα.

Κι έτσι απόμεινα να αναρωτιέμαι που θα έβρισκα πιο πολύτιμο πλάσμα να αξίζει κάθε θυσία που αμφιταλαντευόμουν να κάνω.
(24/3/13)

                                                                                                                 Ε.

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Τουλάχιστον θα έχω να διηγούμαι παράξενες ιστορίες


...στα εγγόνια μου.
(24/3/13) -ξημερώματα-


                                                                                                                      Ε.

Αυτό θα κρατήσω



Τα γυμνά μας κορμιά ν'ακουμπούν, αυτό θα κρατήσω. Τα χάδια και τα τσουχτερά φιλιά.
Τον τρόπο που αγγιζόμαστε και το παιχνιδιάρικο σου βλέμμα.
Το ότι αγαπάω τα σημάδια στο λαιμό μου, γιατί τα έκανες εσύ.

Το δωμάτιό σου και τους γαλάζιους τοίχους.
Τον τρόπο που βλέπεις το σπίτι σου μοβ και επιμένεις, όσο κι αν σε κοροϊδεύω πως δεν είναι.

Τα βρεγμένα μας βήματα και τις ομπρέλες μας που συγκρούονται κάθε φορά που σκύβουμε ο ένας στην πλευρά του άλλου για ένα ακόμα φιλί.
Το πως μπερδεύονται τα σκεπάσματα και επιμένεις να τα φτιάχνεις για να μην αδικείται κανένας μας και κρυώνει. Τον τρόπο με τον οποίο αυτό που έχουμε προχωράει και ξεφεύγει κι ότι όρια κι αν έχω βάλει, τα ξεχνάω.

Τον τρόπο που δεν μπορώ να βγάλω το πρόσωπο σου απ'το μυαλό μου.
Το ότι σ'αγαπάω και σου το λέω και μου το λες.

Το ότι -καθώς φαίνεται- μέσα σ'όλο αυτό, μπορούμε να βρούμε τρόπο.
(22/12/12)

                                                                                                               Ε.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Το αγαπημένο του χρώμα



Ναι,από πάντα ήθελα η ζωή μου να είναι σαν ταινία.
Τώρα είναι. Δράμα.

Ποιος χαίρεται μ'αυτό;
(23/3/13)

                                                                                                        Ε.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Το τελευταίο ποίημα που έγραψε για μένα

"Ο νικητής τα παίρνει όλα, για μια ακόμη φορά.."



Σε φαντάστηκα να με πλησιάζεις και πάλι, με ηρεμία στο βλέμμα, καθησυχαστικά αυτή τη φορά. Να με προσεγγίζεις σαν να είμαι αγρίμι. Σε είδα να μου μιλάς προσεκτικά, να φοβάσαι την αντίδρασή μου, να με αγγίζεις μόνο λίγο -τρομαγμένος μη με (ξανα)πληγώσεις-. Σε ένιωσα να τρέμεις από ανάγκη να με κάνεις και πάλι ότι ήμουν -δική σου-.

Και μετά είδα το πρόσωπό μου, διασπασμένο ανάμεσα στη ζωή που ήθελα όσο τίποτα να κρατήσω και σε αυτή που ακολούθησε μετά (Αυτή που αναγεννήθηκε από τα σπασμένα κομμάτια και τις πληγές που της άφησες εσύ -ΕΣΥ-. Ήσουν αυτός ο ίδιος άνθρωπος)
Και αρνήθηκα. Σου γύρισα την πλάτη και ούτε ένα βλέμμα παραπάνω δεν σπατάλησα.
Έπρεπε με κάποιο τρόπο να σώσω ότι έμεινε απ'τον εαυτό μου για μία τελευταία φορά.

"...μα εγώ δεν νιώθω ηττημένη"
(22/3/13)

                                                                                                     Ε.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Κι έλεγα "φεύγω"



Θυμάμαι που είχε πει, πως από τους ανθρώπους της ζωής μας, τελικά μας ανήκει μια μονάχα εκδοχή. Ένας εαυτός, ο καλός ή ο κακός, ή ο, ποιος ξέρει. Ένιωθα όμορφα που μού έβγαζε τον όμορφο εαυτό μου. Ένιωθα όμορφη από μέσα μαζί του. Ευλογημένη, πώς να σ' το πω.

Βλέπεις, είναι παράξενο που εσύ δεν έχεις ιδέα. Μιλώ και γράφω για σένα, κι εσύ δεν ξέρεις καν ότι σε σκέφτομαι. Ευτύχημα που ξέρεις πως υπάρχω, at least.

Και πάλι σ' έψαχνα στο πλήθος, αναζητούσα το βλέμμα σου, πλέον χωρίς να περιμένω τίποτα απ' αυτό, και θυμάμαι που μού είχες ζητήσει να σε βάψω κι εγώ χάρηκα, μα μετά πάλι προσποιούμουν οτι δε σε συμπαθώ.

Και πάλι χόρευα με άλλους τύπους, πάλι κάπνιζα και έπινα και μιλούσα με άλλους τύπους και τους άφηνα να με ακουμπάνε χωρίς να νιώθω τίποτα κι είχα το νου μου, μη φύγεις, μην απομακρυνθείς, μη με δεις πως σε κοιτάζω επίμονα.

Ένα βράδυ θα περάσω από δίπλα σου τυχαία, τυχαία όπως πάντα, όπως κάθε μέρα τον τελευταίο καιρό. (Παράξενο που δεν έχεις καταλάβει, τώρα που το σκέφτομαι, πώς και τόση τύχη ανάμεσά μας, αλήθεια, δε σου πέρασε απ' το μυαλό; ). Εκείνο το βράδυ λοιπόν, θα περάσω από δίπλα σου, εσύ όπως πάντα δε θα με δεις, κι εγώ θα σου ψιθυρίσω στο αυτί πως δε σου πάει το ξυρισμένο, θα γυρίσεις, θα με χαιρετήσεις με τον ίδιο πάντα τρόπο, θα κοιταξεις λίγο το έδαφος και θα μού πεις "Τι κάνεις;", κι ούτε που θα σχολιάσεις το δικό μου σχόλιο, ούτε που θα θυμάσαι πως το έκανα. Έτσι κάνεις πάντα. Κι είναι το άλλοθί μου πια, τα σχόλια, άλλοθι για να με ρωτάς τι κάνω και να με αγκαλιάζεις αποχαιρετιστήρια, όταν η αδιάφορη συζήτηση φτάνει στο τέλος.


Μ.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Μα δεν ήσουν





Έπρεπε να ήσουν εκεί για να με δεις. Πως τους παράτησα όλους και έτρεξα στην αγκαλιά του. Πως δε λογάριασα ούτε τόπο, ούτε χρόνο, ούτε ανθρώπους σαν αναγνώρισα αυτή τη φιγούρα -που τόσο λάτρευα-. Πως με έκαιγαν τα μάτια μου όταν συναντιόταν το βλέμμα μας. Πως αισθανόμουν ευτυχία όταν με άγγιζε, όταν με φιλούσε. Πως ήμουν πλήρης έτσι που στεκόμουν πλάι του, έτσι που γύριζα το κεφάλι μου ν'ακουμπά στον ώμο του, έτσι που έτρεχαν τα δάχτυλά του από τις γάμπες μου κι ανέβαιναν ψηλά ως το λαιμό. Πως ανυπομονούσα κάθε φορά να με κοιτάξει (και να του χαμογελάσω) πριν πάρει το βλέμμα μακριά. Πως προσπαθούσα να του τραβάω την προσοχή με τα πάντα και να τον αιχμαλωτίζω στις κινήσεις μου.

Έπρεπε να ήσουν εκεί για να το πίστευες πως δεν θα αντέξω μακριά του. Πως θα ζω μια ζωή σε χρόνο παρελθοντικό αν φύγει από μένα. Πως το 'χω χάσει το παιχνίδι από καιρό και πια δεν γίνεται να το κερδίσω. Πως με έχει στο χέρι και μπορεί να με κινεί όπως θέλει -σαν τη μαριονέτα του-.
Πως θα τον αγαπάω για όσο αντέξω και λίγο παραπάνω.

Έπρεπε να ήσουν εκεί για να το δεις.
Έπρεπε.

Και μόνο τότε θα καταλάβαινες.
(29/12/12)

                                                                                                              Ε.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Μπορεί και να τα κατάφερε τελικά

Με εμπόδιζε να πλησιάσω. Δεν μου το έλεγε, μα το έβλεπα. Κοίταζα στα μάτια της με δυσκολία γιατί το βλέμμα της έτρεχε βιαστικά και μου ξεγλιστρούσε προσπαθώντας να αποφύγει την κρίση. Την κοίταζα και έβλεπα πως ήξερε. δεν έχω ιδέα πως, μα το κατάλαβε. Δεν το 'χα αφήσει να φανεί, ούτε τόσο λίγο, όμως και πάλι μπορούσε να διαβάσει τις κινήσεις μου. Ήμουν εντυπωσιασμένη και συγχυσμένη. Ήθελα να φτάσω σ'εσένα, μα δε μ'άφηνε. Γιατί; Προσπαθούσε να με παγιδεύσει με κάθε της λόγο. Ήθελε να αποσπάσει κάποια αλήθεια, μα ήμουν κι εγώ προσεκτική κι αμυντική. Δεν θα το άφηνα να ξεφύγει από μέσα μου. Ποτέ. Όχι έτσι. Και μπορεί να κατάφερε να μου κλέψει κάποιες αναμνήσεις, μα δεν μπόρεσε να μου στερήσει εσένα. Όχι εντελώς.
(27/5/12)

                                                                                                       Ε.

Εμμονή

Άρχιζα κι έκλαιγα, έκλαιγα με λυγμούς και ξέσκιζα τα μέσα μου, για ένα λόγο που δεν μπορώ να σού πω τώρα. Δε θα την έχω ποτέ ουσιαστικά αυτή τη σημασία, αποφάσισα, και συνέχιζα να κλαίω σχεδόν μελωδικά, μέχρι που τα δάκρυα πλημμύρισαν το βιολογικό κι έπνιξαν την τσικνοπέμπτη του πανεπιστημίου.


Μ.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Θα είναι το μικρό μας μυστικό




Έτσι γρήγορα αλλάζουν οι καιροί. Έτσι απλά αλλάζουνε οι μέρες. Και από κακές γίνονται καλές.

Έτσι απλά αλλάζουν οι καιροί εδώ πέρα.
Πόση ένταση να χωρέσει σ'ένα σώμα; Τόση κι άλλη τόση μπορεί να κουβαλάει αυτό το κορμί, αυτό το μυαλό.
Δέξου το. Γιατί είναι όμορφος ο αέρας της αλλαγής.
Και φέρνει ελπίδα για κάτι νέο που ίσως αξίζει περισσότερο απ'όλα όσα έχεις ζήσει μαζί.
(6/3/13)

                                                                                                  Ε.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Ζήσε, ζήσε σε παρακαλώ

Μαθαίνω κάθε μέρα τι σημαίνει να νιώθεις ανεκπλήρωτος. Κι η αλήθεια είναι πως δεν κατάλαβα, πώς από 'κει που όλα άρχιζαν να μπαίνουν σε ένα πρόγραμμα, πώς πήραν όλα, ένα ένα, την κάτω βόλτα. 

Μ.
(όπως Μιζέρια, μιζέρια σαν τη σημερινη. Και τη χθεσινή. Και δυστυχώς την αυριανή.)

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Και μετά

Έπεσα σε ύπνο βαθύ και είδα όνειρο πως πετούσα, κολυμπούσα στον αέρα χέρι χέρι μαζί με αυτήν πάνω από τη ζωή των άλλων και τον κόσμο τους και ένιωθα λύπη κάθε φορά που έπρεπε να προσγειωθούμε μα όταν πετούσαμε ένιωθα έτσι και ήμασταν αυτή κι εγώ μόνο και κανείς άλλος, έβλεπα μόνο αυτήν κι αυτή μόνο εμένα για πρώτη φορά και ήταν το πιο όμορφο συναίσθημα, όπως όμορφο ήταν και το όνειρο, όμορφο όσο κι εκείνη.




Μ.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Ο άλλος του εαυτός

Αν και έχω/ουν αλλάξει αρκετά, υπάρχουν ακόμα αυτές οι ανόητες φορές που θέλω να γυρίσω σπίτι, να κουρνιάσω μόνος στη γωνία του κρεβατιού και να μη σηκωθώ μέχρι τη μέρα μετά το αύριο. Εκείνες οι φορές που νιώθω κουρασμένος απ' τη ζωή που με καθόρισαν υπεύθυνο να ζω, προσωρινά, και ξεχνάω την αποστολή μου ν' αλλάξω τον κόσμο· το γυρνάω λίγο στην πάρτη μου και κάνω σαν γκόμενα. Ίσως είναι πολύ πεζός αυτός ο τρόπος να το θέσω. Ξέρω πως εσύ δεν το βλέπεις έτσι. Συγγνώμη, φταίει η αποστολή, βλέπεις, είναι που με κάνει κυνικό σαν ένα σαλάμι αέρος.

Μα είναι αυτές οι φορές που τους βλέπω κι αναρωτιέμαι ποιοι είναι και που θέλω να μείνω μακριά από οτιδήποτε και δε νιώθω αυτόν τον κόσμο σπίτι μου και θέλω να χώσω τα ακουστικά βαθιά στ' αυτιά μου, τόσο ώστε η μουσική να πλημμυρίσει το κεφάλι μου και να ακούγεται ο Philip Glass πιο δυνατά από τις μίζερές μου σκέψεις. Ξέρεις, είναι τροχοπέδη για την αποστολή, σου εύχομαι να μην τις κάνεις ποτέ.
"Happy thoughts", είπε, και άρχισε να κολυμπάει στον αέρα φυσικά, αλήθεια, του έβγαινε πιο φυσικά κι απ' το περπάτημα, παρότι έχων πόδια. Εγώ απλώς δε βλέπω την ώρα.


Μ.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Καταστροφή

Ήταν αυτό το κορίτσι, βλέπεις. Και μετά δεν ήταν πια. Δεν ήταν το ίδιο. Όχι πια.
Ήταν δύο λεπτά, ξέρεις. Δύο λεπτά. Και της άλλαξαν τη ζωή.
Κι όταν επέστρεψε είχε κενό στο βλέμμα. Την έβλεπα να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια προς το μέρος μου. Ήταν αλλού.

"Συνέβει κάτι;" της ψιθύρισα. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Την έβλεπα να κοκκινίζει,όμως. Να αρχίζει να βουρκώνει. "Μάλλον πρέπει να..." Δεν ήμουν καλός σ'αυτά. Ήθελα να της πω να πάει κάπου να ηρεμήσει, αλλά δεν πρόλαβα κι άρχισε να τρέχει πάλι μακριά μου.
Κι όλα γίνονταν γρήγορα. Τα βήματά της στα σκαλιά, οι φωνές των άλλων, οι σκέψεις μου για το τι μπορεί να της είχε συμβεί ξαφνικά. Και ψίθυροι.
"Τι έγινε;" τίποτα, συνεχίστε.
"Ποιός είναι; Ποιός σε πείραξε;" κανένας. μη σας νοιάζει.

Ναι, λες και δεν μπορούσαν να τη δουν κρυμμένη πίσω από τα καθίσματα να κλαίει. Λες και δεν μπορούσαν ν'ακούσουν τους λυγμούς της. Λες και δεν έβλεπαν πως προσπαθούσε να παίξει τη θαρραλέα, ενώ δεν ήταν. Λες και δεν άκουγαν την παραίτηση στη φωνή της. Λες και δεν έβλεπαν τα δάκρυα στα μάτια της, ενώ χαμογελούσε στο κοινό της.

Και η λατρεία να απλώνεται στα πρόσωπά τους ξαφνικά. Και αγκαλιές και παρηγορητικά λόγια απ'όλο το θίασο των υποκριτών. Φιλιά και γλύκες.
"Αυτά τα ματάκια δεν είναι γεννημένα να κλαίνε. Είναι φτιαγμένα για μεγάλα πράγματα." Κι εκείνη μόνο να κλαίει περισσότερο να μπορεί κι όλο το μπουλούκι να πέφτει πάνω της και να της δίνει παραπάνω αγάπη απ'ότι μπορούσε να αντέξει. Παραπάνω απ'ότι είχε συνηθίσει να δέχεται. Και να σκάει. Και να βάζει τις φωνές. "Αφήστε με! Σας ικετεύω." και να κλαίει κι άλλο. Κι εκείνοι να συνεχίζουν να τη σφίγγουν και να τη σφίγγουν. Και να προσπαθούν να χωρέσουν μέσα της και να γεμίσουν το κενό που ξεχυνόταν απ'τα μάτια της. Και να πέφτει στα πατώματα και να χτυπιέται και να φωνάζει "Είμαι καλά. Θα είμαι καλά."  και να της λένε "Άσε μας να σε κάνουμε καλύτερα" και να πέφτουν όλοι μαζί πάνω της και να την πλακώνουν. Και η ώρα να μην περνά. Να είναι κολλημένοι οι δείκτες του ρολογιού, εκεί, σταθερά, στις 9.30, τότε που καταστράφηκε το κορίτσι. Κι εγώ κολλημένος στη θέση μου, να τους παρακολουθώ να την πνίγουν και εκείνη να έχει πάψει πια να αντιστέκεται. Να την αδειάζουν για να μπουν αυτοί, και να τη ρουφάνε. Να τη ρουφάνε ξανά και ξανά.
Ώσπου δεν έμεινε τίποτα πια από αυτήν. Μόνο κάτι κομμάτια της στο ξύλινο πάτωμα.

Ήταν αυτό το κορίτσι. Μέχρι που δεν ήταν πια.
(20/2/13)

                                                                                                  Ε.

Δεν θα μάθεις ποτέ

Ο ουρανός έκλαιγε,μ'ακούς; Ήταν γκρίζος κι είχε σύννεφα πολλά. Κι εγώ έτρεχα και έτρεχα να προλάβω τις σκέψεις μου,μ'ακούς; Και φώναζα "δεν θέλω" και ούρλιαζα στους δρόμους και στους υγρούς τοίχους των σπιτιών. Και άκουγα τα βήματα του να τρέμουν την οργή μου. Να επιταχύνουν και να σταματάνε ανάλογα με τις κινήσεις μου. Κι έτρεχε με την ομπρέλα του ξοπίσω μου να μην βρέχομαι κι ας ήμουν ήδη μούσκεμα απ'τα δάκρυα κι ας κρεμόταν κι η δική μου ομπρέλα, άχρηστη στο χέρι μου, σαν κάτι νεκρό. Κι ύστερα, χωρίς να καταλάβω καν πότε μπέρδεψα τα βήματά μου, πότε τις λέξεις στο κεφάλι μου, έπεσα κάτω -εκεί- στη μέση του δρόμου, σαν τσακισμένο φύλλο, σαν φτερό που το πήρε ένας άνεμος τρελός.
Και χτύπησα το έδαφος και έγδαρα τα χέρια μου και κάρφωσα το σώμα μου στο λασπωμένο δρομάκι.
Και λέρωσα τα ρούχα μου και έσκισα τα πόδια μου και τίποτα δε μ'ένοιαζε, μ'ακούς;
Δεν ένιωθα ούτε πόνο, ούτε ντροπή, ούτε τίποτα. Κι όπως έπεσα, σηκώθηκα και γύρισα και τον κοίταξα να δω την έκφρασή του, που σωριάστηκα ακριβώς μπροστά του.
"Ήθελα να σε πιάσω" ψέλλισε "να μην πέσεις,μα δεν πρόλαβα"
Ήταν ήδη αργά, δεν το βλέπεις; Ήταν ήδη αργά απ'την αρχή.
Κι ύστερα κοίταξε τη γαλάζια μου ομπρέλα που είχε μείνει παρατημένη κάτω κι έπειτα τη δικιά του που ήταν μαύρη και καμαρωτή.
"Η ομπρέλα σου" μου είπε λυπημένα. "Η ομπρέλα σου δεν ταιριάζει με τα συναισθήματα σου" κι έκανε να μου δώσει τη δικιά του. Μα, εγώ αγνόησα το θλιβερό του τόνο και σήκωσα το πτώμα της ομπρέλας μου απ'το έδαφος. Την άνοιξα και του έδειξα το σπάσιμο.
"Κι όμως" ψιθύρισα.
(21/2/13)

(Όταν φεύγει το χρώμα, μένει το σχήμα, αγάπη μου.
Κι είναι κρίμα που -πάλι- δεν θα καταλάβεις.)

                                                                                               Ε.