Τρίτη 2 Ιουλίου 2013

Εσύ κι εγώ




Με ρώτησε γιατί σε έχω φόντο στον υπολογιστή μου. Τ
ου είπα «έτσι, είναι όμορφη φωτογραφία». Με ρώτησε αν τα έχουμε. «Όχι», του είπα, «ούτε καν μιλάμε». Και με ρώτησε ξανά, γιατί σε έχω εκεί. Μου ήρθαν τόσα πολλά πράγματα να του απαντήσω. Ένα κάρο σκέψεις και εικόνες κι απωθημένα λόγια και κείμενα να του δείξω. Είπα μονάχα πως είναι ωραία φωτογραφία. Δεν επέμεινε.

Ήξερα πως δεν ήμουν φτιαγμένος για να είμαι ατρόμητος. Δεν ήμουν φτιαγμένος να κυνηγάω ανθρώπους.

Διαβάζω τ’ όνομά της στους τοίχους και μιλώ για αυτήν σαν να έβαλε τα αστέρια στον ουρανό μου. «Εγώ θα σε ρίχνω από την τραμπάλα. Εσύ θα πέφτεις κι εγώ θα πέφτω πάνω σου και θα γελάμε», μού είπε. Την κοιτούσα και χαμογελούσα. Σκεφτόμουν πόσο θα μου λείπει. «Θα ανυπομονώ να έρθεις», ψιθύρισα, κι οι παλμοί μου αυξήθηκαν καθώς με πλησίαζε. Τα μαλλιά της έλαμπαν στο φθινοπωρινό ήλιο, και η κόκκινη μπλούζα της ταίριαζε με το πράσινο του πάρκου. Εκείνη χαμογελούσε κι εγώ ένιωθα πλήρης, γεμάτος γιατί ήξερα ότι την αγαπάω γι’ αυτό που είναι κι όχι «για το πόσο δική μου την έχω». Και τώρα καταλαβαίνω τι εννοούσε· τώρα καταλαβαίνω ποιος είναι ο λόγος που το αισθάνομαι πιο αληθινό έτσι. Και τώρα, καθώς απομακρύνομαι, η σκέψη μου τρέχει σε εκείνο το χαμόγελο, που φώτιζε το αψεγάδιαστό της πρόσωπο. Το πώς έλαμπαν τα μάτια της, το πόσο ασφαλής και γαλήνιος ένιωθα στην αγκαλιά της.



Και ξέρω πως είναι όσο δικιά μου χρειάζεται, μόνο τόσο. Τόσο που αρκεί, για να λαχταρώ να την ξαναδώ.

(27/10/2012)

M.

1 σχόλιο: